Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Ο είς εξ αυτών λ.χ. εδίδασκε ν' απολαμβάνωμεν πάσαν ήδονήν και μόνον την ηδονήν να επιζητώμεν εις όλα, διότι αυτά είνε η τελεία ευτυχία• ο άλλος εξ εναντίας εδίδασκε να εργαζώμεθα διηνεκώς και να μοχθούμεν, να σκληραγωγούμεν το σώμα και να είμεθα ρυπαροί και ελεεινοί, να ενοχλούμεν δε τους πάντας και να τους υβρίζωμεν και συχνά επανελάμβανε τους πασίγνωστους στίχους του Ησιόδου περί αρετής, περί του ιδρώτος και περί της αναβάσεως εις την κορυφήν• άλλος συνεβούλευε να περιφρονούμεν τα πλούτη και ν' αδιαφορούμεν διά την απόκτησιν αυτών• άλλος εξ εναντίας ήτο της γνώμης ότι και ο πλούτος είνε κάτι αγαθόν.

— Η μητέρα πού είνε; ηρώτησε πάραυτα με ξενίζουσαν στρυφνήν και βραχνήν προφοράν ο καπετάν Νικολάκης. — Πήγε 'στο Κάστρο, απήντησεν η κόρη, προσπαθούσα τότε να περισυνάξη την εύμορφον κόμην της, ν' ανάψη το φως και το πυρ και να συγυρίση τον πενιχρόν οικόν της. Πήγε' στο Κάστρο, επανελάμβανε. Και προσέθετε μόνη της: «Σαν προφήτης! Δεν της είπα να μη πάη

Επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η Λίγεια ήτο σώα, ότι ούτε η φυλακή, ούτε ο θάνατος εις την κονίστραν την ηπείλουν πλέον, ότι τα δεινά της είχον τελειώσει και ότι θα την ωδήγει εις τον οίκον του διά να μη χωρισθή πλέον αυτής. Τω εφαίνετο ότι εκεί ανέτειλε μία νέα ζωή μάλλον παρά η πραγματικότης.

Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε: — Τώχ' το αίμα μας πλειο! Είχεν η θειά-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά.

Με συντετριμμένην φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση τραγικήν, εδήλωσεν ότι δεν ήτο ακόμη καιρός να αποθάνη. Έπειτα ήρχισε τας απαγγελίας του. Τέλος εζήτησε να καή το πτώμα του. «Οποίος καλλιτέχνης χάνεταιεπανελάμβανε μετά τρόμου. Αίφνης ταχυδρόμος του Φάονος ήλθε να αναγγείλη ότι η Σύγκλητος είχε θεσπίσει ήδη και ο μητροκτόνος θα ετιμωρείτο κατά το έθος.

Η Ζερβούδαινα δεν αντέλεξε πλέον, μολονότι ενδομύχως επέμενεν εις την ιδέαν της. Και ενώ η Μαργή επανελάμβανε την απειλήν της ότι θα συνέτριβε την κεφαλήν του Μανώλη, αν εξηκολούθει να την ενοχλή, η χήρα έλεγε κεπανέλεγε καθ' εαυτήν: — Μα πώς πάει αυτό το πράμμα; Εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; Τωόντι ο Μανώλης δεν ήτο ευχαριστημένος με τα πράγματα όπως τα είχε κανονίση ο πατέρας του.

Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του. Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά προς τον οινοπώλην. — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου; — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας.

Τι ώμορφη! έλεγε πολλάκις και η Θωμαή, θωπεύουσα μαλακά-μαλακά το ολόχρυσον εκείνο καλλιτέχνημα, με τας απαλάς της χείρας. — 'Σαν χρυσό φειδάκι, καλέ! Επανελάμβανε. — Φειδάκι που με φυλάει, έλεγε τότε ο Λαλεμήτρος μειδιών, φειδάκι που αντί για φαρμάκι με ποτίζει ζωήν. — Ποιος ξέρει ποια αμερικάνα θα σου την εχάρισε! Και διηγείτο τότε ο Λαλεμήτρος: — Ένας Εβραίος. Μου την επώλησεν ένας Εβραίος.

Πολλάκις περιήρχετο και την ωραίαν άμπελον μετρών αυτήν κλήμα προς κλήμα, και πολλάκις ανεδίφησε τα κεκονιαμένα του συμβολαιογραφείου βιβλία ερωτών τον γέροντα διοπτροφόρον συμβολαιογράφον. — Να σ' πω. Έχουν καμμιάν αξίαν αυτά τα βιβλία; Σαν παληά μου φαίνονται. Και πάλιν επανελάμβανε προπετώς: — Να σ' πω, κύριε συμβολαιογράφε. Λέγει ο νόμος ότι η προιξ δεν κατάσχεται;

Εν μέσω δε του χριστιανικού τούτου θριάμβου, τον οποίον παρηκολούθει ο λαός μετά φανών και λαμπάδων και ψαλτών ψαλλόντων επινικίους ύμνους της Εκκλησίας, ο Γελίμερος επανελάμβανε το του Εκκλησιαστού: «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Εκτός των άλλων λαφύρων εις τον θρίαμβον εκείνον εκομίζοντο και τα χρυσά σκεύη του εν Ιερουσαλήμ ναού του Σολομώντος.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν