Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Αλλά δεν θα την επανελάμβανε, μεθ' όλην την επιμονήν των, διότι εγίνωσκεν ότι ούτοι εκ προθέσεως θα την διέστρεφον, και διότι προφανώς έπραττον εναντίον των κανόνων και των παραδόσεών των, αίτινες απήτουν ίνα πας υπόδικος ως αθώος θεωρείται πριν η ενοχή του αποδειχθή.

Έλα να σου πούμε για το καράβι. Πάειτη χώρα. — Ποιο καράβι; εξήλθεν αποτόμως από του ναού και φωνάζουσα ανησύχως η γραία. — Τι; Δεν το είδες; — Ποιο καράβι; Μη με γελάτε τέτοια μέρα! — Έτσι να ιδούμε καλό, είπεν έπειτα ο Κουτσογεώγης. Κάτσε να φάμε τώρα. — Ποιο καράβι; Επανελάμβανε πάλιν η γραία. — Νά, πέρασε νωρίς ένα καράβι. Εθάρρει πως είνε αυτό το χωριό.

Και ενθουσιασθείς, διότι πρώτην φοράν έβλεπε γελαστόν το ωραίον εκείνο προσωπάκι, ώρμησε και με τεράστιον άλμα ανέβη εις το υψηλόν πεζούλι επί του οποίου εστέκετο η Μαργή. Αλλ' αυτή προλαβούσα, εισήλθε και του έκλεισε κατάμουτρα την θύραν. Ο Σαϊτονικολής εμάνθανε τους άθλους του υιού του, αλλ' εδείκνυεν αδιαφορίαν και επανελάμβανε: — Να του περάση θέλει.

Διά τούτο τας ημέρας του Πάσχα απέφευγον αι δύο θυγατέρες ν' αναβαίνωσιν εις τα βουνόν του Παπά-Ιερεμία, όστις μετά προστατευτικού μειδιάματος ηρώτα την γραίαν. — Πώς δεν ήλθαν τα κορίτσια; — Να, κάνουν χάζ' τ' καμάρα πλειο, απήντα η γραία. — «Παγίς θηρευτών» ο χορός, «παγίς θηρευτών», έλεγεν ο γέρων Πνευματικός. Και είτα επανελάμβανε καθαρά. — Να προσέχουν από τον χορό τα κορίτσια, να προσέχουν!

Δεν κάνεις το σταυρό σου, επανελάμβανε συχνά, να πανδρευθής τώρα που σε γυρεύουν; Ταχειά σα σουφρώσης, ποιος θα γυρίση να σε κυττάξη; Αλλ' η νεάνις είχε τον σκοπόν της. Απίθανον μεν και σκοτεινόν, όνειρον σχεδόν, πλην είχε πάντοτε ένα σκοπόν, ένα όνειρον. Κάθε άνθρωπος έχει το όνειρόν του.

Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν: — Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί. — Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' αυτήν. Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε: — Μητέρα μου! μητέρα μου!

Δεν εύρισκε λοιπόν την αιτίαν διά την οποίαν τόρα έπρεπε να αισθάνηται, έστω και την παραμικράν στενοχωρίαν ενώπιον του Μήτρου, ενός ασχημανθρώπου! Πάλιν δ' επανελάμβανε, βεβαιούσα εαυτήν, ότι και η απουσία του καθόλου δεν την ενδιέφερε· και πάλιν προσέθετεν ότι καλλίτερον είχε να ήτο εκεί. — Μονάχα να μην παίξη τη φλογέρα· εψιθύρισε.

Αλλά και όλοι του απήντων ότι ήτο εντροπή να λέγη τοιαύτα πράγματα και ότι έπρεπε να προσέχη να μη τον ακούσουν ξένοι και θα εγίνετο ο περίγελως του χωριού. Το άτοπον όμως τούτο δεν ηδύνατο να εννοήση ο Μανώλης και επανελάμβανε: — Μα γιάειντα θα με πάρουνε στανεμπαίγνιδο; Είνε ντροπή πως θέλω να παντρευτώ, σαν απού παντρεύονται όλοι;

Ήκουσα δε αυτόν να λέγη και προς ένα νομομαθή, ότι οι νόμοι κινδυνεύουν να είνε άχρηστοι, είτε διά τους κακούς, είτε διά τους χρηστούς γίνονται• διότι οι μεν καλοί δεν έχουν ανάγκην νόμων, οι δε κακοί δεν γίνονται καλλίτεροι υπό των νόμων. Εκ των στίχων δε του Ομήρου επανελάμβανε συνήθως τον εξής• Κάτθαν' ομώς ότ' αεργός ανήρ ότε πολλά εοργώς. Τον Θερσίτην εθεώρει ως καλόν Κυνικόν ρήτορα.

Η συνείδησίς μου ήρχιζε και αυτή να καθησυχάζη, η ένοχος, και μετά τινας ημέρας ήρχισα να διακρίνω επάνω εις το στήθος μου, οπού είχον πάντοτε την χρυσήν μου καδένα, κάτι ως φως, κάτι τι ως αναμμένον κηράκι, και μου εφαίνετο ότι ανέπνεα οσμήν μοσχολιβάνου. Θάρρος μου έλεγε πάντοτε ο ιατρός, θάρρος μου επανελάμβανε και ο έτερος των γλωσσιτών, οπού με υπηρετούσεν ως αδελφός μου.

Λέξη Της Ημέρας

αρραβωνιστικού

Άλλοι Ψάχνουν