United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί να μην είνε κι' αυτός άξιος; δεν ήβλεπένε πώς ξέρει και ζη ο κόσμος; Και τον εγρίνιαζε, τον εμουρμούριζε αδιάκοπα! Εκείνος όμως εκατάπινε με υπομονή και χωρίς να δείχνη τη δυσαρέσκεια και την πίκρα που εδοκίμαζε. Υπόφερε πολύ ο φτωχός και μάλιστα που δεν εννοούσε να μιλήση, να ξεθυμάνη.

Έπειτα ερρίφθη εις μίαν καθέκλαν και εφαίνετο κατάκοπος, ως να είχε σκάψη επί ώρας. Ο Μανώλης απομακρυνόμενος εσχεδίαζε φοβερά πράγματα, εκ των οποίων το μικρότερον ήτο να σκοτώση τον Τερερέν. &Να τον σχίση εις δύο, να τον κομματιάση&. Παρατηρών δε το από ξύλον πρίνου σπαθοράβδι του εμουρμούριζε: — Μια μαυτό στην κεφαλή τόνε φτάνει να μην πη μουδέ ω!

Ο 'γούμενος, αφού πήρε γύρω την αυλή κ' εξέτασε όλα τα κελλιά απάνω και κάτω, για να ιδή μην αγρυπνούσε κανένας, πήγε κ' εκάθησε στην πεζούλα της καμάρας, κοντά στην οξώπορτα. Εκεί επερίμεινε, τυλιγμένος σφιχτά στο σάλι του, γιατί ο αγέρας ήτανε ψυχρός. Επερίμεν' επερίμενε και κάτι εμουρμούριζε πότε πότε από ανυπομονησία.

Είτα δεμερικά πράγματα πόσον είνε αλλόκοτα! — εξοικειώθη τόσον προς τον άγριον εκείνον ρυθμόν, ώστε αντί να έχη εις τον νουν της το «Πιστεύω», εμουρμούριζε το γνωστόν των Καλικαντζάρων άσμα, το οποίον τοσάκις εις την καλήν της εποχήν είχε διηγηθή εις το νήπιον παιδί της. Σκάλικος είμαι, Σκάλικος είσαι. Μη φοβάστε, βρε παιδιά! Τα τσαρούχια δέσε-λύσε, μας επήρε μυρουδιά η Γρηά, η Γρηά!

Και ενώ επροχώρει παραπαίων εμουρμούριζε: — Στο χέρι σου θαρρείς πως είνε να μη θες; ... θες και δε θες ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Τότε σε κλέφτω, σε παίρνω με το ζόρε. Ποιος θαρρείς πως είμ' εγώ; ... Εγώ τάβαλα με τσ' Αρναούτες και το Μουντίρη ... Δε φοβούμαι κιανένα ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Απόψε τελειόνουνε τα πεισματικά.

Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα υπ' αρχοντέψαμαν. Τα ίδια της λαλούσε κ' η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ' η «ξεμυαλισμένες» όπως τες έλεγε η γρηά, αδερφάδες του. Μα η Κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα. — Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κ' επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνε σας!

Και προκύψας εφώναξε προς τον απομακρυνόμενον υιόν του: — Ανέν τονε βρης, δός' του και μη φοβάσαι. Επειδή δε η σύζυγός του εμουρμούριζε και σχεδόν έκλαιεν εξ ανησυχίας, της είπε να κυτάζη τη ρόκα της και δεν ήτο δική της δουλειά. Τι ήθελε; ναφήση τον Τερερέ να τον καβαλικέψη; Ήξευρε αυτός τι έκαμνε και δεν είχεν ανάγκη από τη γνώμη της.

Μόλις όμως έκλεισε κ' ενώ ακόμα εμουρμούριζε για το τραγούδι των νέων, έτριξε η πόρτα του διπλανού δωματίου κ' εφάνηκε η μάννα του. Ψηλόκορμη κι απλά ντυμένη, με στάση και βάδισμα περήφανο, θύμιζε τις παλιές αρχόντισσες ή της άτυχες βασίλισσες των παραμυθιών. Όλα της έδειχναν πως κρατούσε από αρχοντόσπιτο και πως ήταν παράμορφη στα νιάτα της.