Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Σεπτεμβρίου 2025


Ταύτα είπεν ο Κλέων· μετ' αυτόν δε ο Διόδοτος ο Ευκράτους, ο οποίος και κατά την προτέραν εκκλησίαν επολέμησε ζωηρώς το κατά των Μυτιληναίων ψήφισμα θανάτου, αναβάς και τότε εις το βήμα, είπε τα εξής.

Εις την εκκλησίαν επήγαινε την Κυριακήν πρωί, και μόνον προ της θύρας του μικρού καφενείου του Γιάννη του Βλάχου, βιαστικά επερνούσε, ιστάμενος δε τότε επί στιγμήν, εφώναζε τον Αντώνην, τον υιόν του καφετζή·Πάτερ Αβραάμ! . . . πέμψον Λάζαρον! . . . Το «πέμψον Λάζαρον» εσήμαινε να τον δροσίση μ' ένα ποτηράκι ρακί το θέρος, ή ρώμι τον χειμώνα, το οποίον είχε κανονισμένον.

Ο δε Κιουταχής δεν απήλαυσεν άλλο εις της ημέρας ταύτης το κίνημα, ειμή το να οχυρώση την εκκλησίαν, όπου έστειλεν ικανάς τροφάς και πολεμοφόδια.

Αλλά δεν κατώρθωνε. Διεκόπτετο από ένα συνεχή θρήνον. Ο πόνος ο αληθινός δεν κρύπτεται. Πολλαίς φοραίςτης πρώταις ημέραις, — εξεχνούσεν ο παπά-Κονόμος πως είχεν αποθάνει η κόρη του, και όταν επέστρεφεν από την εκκλησίαν εις τον οίκον του το πρωί, εφώναζεν αστόχαστα: — Κουκκίτσα, ετοίμασε τον καφφέ!

Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω-γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω.

Προ τριών μόνον μηνών απήλαυσεν ο παππά Νάρκισσος την διπλήν τιμήν του να γείνη ιερεύς και σύζυγος. Παιδιόθεν εφόρει το ράσον, ταχθείς εις την Εκκλησίαν προτού εισέτι γεννηθή. Εξ αμνημονεύτων χρόνων οι πρωτότοκοι της μητρικής οικογενείας του εγίνοντο ιερείς, προς εξυπηρέτησιν της ιδιοκτήτου μικράς εκκλησίας της Υπαπαντής, ήτις ήτο το στόλισμα, το καύχημα και το προσκυνητήριον της νήσου.

Ο καιρός ήτο ωραίος και κόσμος πολύς συνέρρεεν εις την Εκκλησίαν. Αλλ' η κόρη της θειας Μυγδαλίτσας, η ωραία Μαργαρώούτως ωνομάζετοησθάνθη τότε βαρύ παράπονον εις την καρδίαν, όπερ της έφερε και δάκρυα. Από το βράδυ που ανεχώρησεν η μητέρα της, έμεινεν ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, νηστική και κλαίουσα. Εσυλλογίζετο την μεγάλην ημέραν, τα ωραία Χριστούγεννα.

Οι βοσκοί ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον ετινάχθησαν διά μιας επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την Εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των.

Ενθυμείτο ακόμη τας μικράς του αδελφάς, μικροτέρας αυτού, τας οποίας συνώδευεν εις την εκκλησίαν, από βαθέος όρθρου του νέου έτους, και ων εκάστην εφίλευεν επιστρέφων ανά μίαν κουλούραν, ην ηγόραζεν εκ των ολίγων φιλοδωρημάτων, άτινα είχε συλλέξει προ μιας εβδομάδος, ψάλλων τα χριστούγεννα εις τους συγγενείς.

Μετά τινα αντιτουφεκισμόν, επειδή ο στρατητηγός Νικήτας εσηκώθη διά να εφορμήση πλησιέστερον κατά των εχθρών, οι Έλληνες νομίσαντες τούτο σημείον οπισθοδρομήσεως, αμέσως επέστρεψαν όλοι εις την εκκλησίαν, οι δε Τούρκοι κατέλαβον πάλιν την προτέραν των θέσιν.

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν