Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Σεπτεμβρίου 2025
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Πρωί πρωί, με το καλόν, την ερχομένην πέμπτην ένας γαμβρός ευγενικός και ζηλευτός, ο Πάρης, θα σ' οδηγήση απ' εδώ εις του Αγίου Πέτρου την εκκλησίαν, κόρη μου, καμαρωμένην νύμφην. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Α! Μα την εκκλησίαν του και μα τον Άγιον Πέτρον, εκεί εμένα βέβαια καμαρωμένην νύμφην ο Πάρης δεν με οδηγεί!
Τότε διά μιας όλοι οι ευλαβείς και μουσόληπτοι νεανίσκοι αφήκαν την κάτω εκκλησίαν έρημον ψαλτών, κ' έτρεξαν όλοι εις την επάνω. Είτα τα μικρά παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετείς, με τας κομψάς πoικιλτάς λαμπάδας, ετάχθησαν ανά τον χορόν, περί τα δύο αναλόγια, και παρά το εικονοστάσιον, και ήρχισαν να θορυβώσι, να παίζωσι, να στάζωσιν εις τους λαιμούς αλλήλων, και να τσουγγρίζωσι τα αυγά των.
Οι Τούρκοι όμως ούτε την νύκτα εκείνην, ούτε τας ακολούθους ημέρας δεν έκαμαν κανέν κίνημα· ευχαριστήθησαν μόνον να βάλωσι φρουράν εις την εκκλησίαν, την οποίαν άφησαν οι Έλληνες, και να την οχυρώσωσιν.
Μετά τινα βήματα εισέρχεται εις περιτειχισμένον αγρόν, ολίγον διαφέροντα των γειτονικών ατειχίστων. Εξαιρουμένων τω όντι ευαρίθμων τινών παρά την εκκλησίαν, ούτε στήλας βλέπεις ούτε πυραμίδας, ούτε προτομάς, ουδ' άλλο εξέχον σύμβολον αιωνίου ύπνου. Και αυτή η βλάστησις ουδέν έχει το αποκλειστικώς νεκρικόν.
Και όταν τα γλυκοχαράγματα εμφανισθή εις την πλαγιάν επάνω του βουνού ο ποιμήν, να προγγίση τα γίδια του, εις το Πρυή επάνω, τον Χριστόν θ' αντικρύση, κάτασπρον, την πρώτην εκκλησίαν, την Μητρόπολιν, καταμεσής 'ς το έρημο χωριό μου, εις το Κάστρο μου. Και κάμνων τον σταυρόν του θα ειπή: — Χριστέ, βοήθει!
Ο δυστυχής Πάπας, μετατεθείς από της κλίνης του εις μαύρον φορείον, μετεκομίσθη υπό τεσσάρων ευρώστων καλογήρων εις την υπόγειον εκκλησίαν, όπου εναπετέθη έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, περικυκλούμενος υπό φλεγουσών λαμπάδων, απηλπισμένων ιατρών και ψαλμωδούντων ιερέων.
Έτος και πλέον είχε παρέλθει από της αποδράσεώς του και κατά το διάστημα τούτο ούτε εκοινώνησεν, ούτε ελειτουργήθη εις εκκλησίαν. Και έφτυσεν αίμα ο πατέρας του διά να τον πείση να μεταβή εις το χωριό, απλώς και μόνον διά να μεταλάβη.
Εβγήκα έξω, εγονάτισα, την κατεφίλησα και ησθάνθην μίαν γλυκάδα μέσα εις την καρδίαν μου, σαν ο άρρωστος όταν παίρνη δυναμωτικό.» Ο καπετάν-Μαμμής ανεστέναξε και έκαμε τον σταυρόν του. Και πάλιν εξηκολούθησε με δικαίαν περιέργειαν. «Οι ρώσοι συνάχθηκαν γύρω-γύρω, μελίσσι. Κ' έκαμναν μετάνοιαις έως κάτω, σαν εις την εκκλησίαν. Τέλος έφυγεν ο παπά Σεραφάκος.
Οι κανόνες λένε, τέκνον μου, από την Μεγάλην Πέμπτην να παύουν οι Χριστιανοί από την εργασίαν και να συντρέχουν εις τας εκκλησίας. — Πού τ' ακούνε αυτά τώρα, παιδί μου! Εδώ τους βγάζει αστυνομία, παιδί μου, από της ταβέρναις με την μπαγιονέτα. Πού ακούσθηκε με την μπαγιονέτα να πηγαίνουν οι Χριστιανοί στην εκκλησίαν, στον Παράδεισον! . . .
Ο Αργυράκης της Γαρουφαλιάς, όστις είχε το προνόμιον να προσωνυμάται από του ονόματος της συζύγου του, είχεν ειπεί άλλοτε και το λόγιον έμεινε παροιμώδες: «όποτε πάω στην εκκλησία βάια μοιράζουνε». Αλλά την φοράν ταύτην τον εξύπνησε βιαίως η Γαρουφαλιά και τω επέταξε να υπάγη εις την εκκλησίαν, διότι είδε κακόν όνειρον, είπεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν