United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εψεύσθην όμως της ελπίδος, επειδή και το πονηρόν εκείνο ζώον όλην εκείνην την ημέραν με εκρατούσεν υποκάτω του· και το βράδυ όταν εχόρτασε τρώγοντας οπωρικά, πάλιν κολλημένον από τον λαιμόν μου με έκαμε να πλαγιάσω κατά γης να αναπαυθώ, ηθέλησα να δοκιμάσω να του ξεκολλήσω τα ποδάρια από τον λαιμόν μου, όμως δεν εστάθη τρόπος, επειδή και όταν αγροικούσεν ολίγον να του πιάσω τα ποδάρια, τα έσφιγγε τόσον εις τον λαιμόν μου, που εκινδύνευε να με πνίξη.

Και σεις μεν οι άλλοι, αν και ήσθε πολύ καλλίτεροι του Οδυσσέως, παρητήθητε από τον αγώνα και παρεχωρήσατε εις εμέ τα όπλα• ο υιός όμως του Λαέρτου, τον οποίον εγώ πολλάκις έσωσα όταν εκινδύνευε να σφαγή υπό των Φρυγών, επέμενεν ότι είνε καλλίτερός μου και ότι εις αυτόν μάλλον έπρεπαν τα όπλα.

Και έπειτα: — Βλαστήμα με, ατίμαζέ με, σφακέλωνέ με, ρίχτε μου γάστρες, δείρε με, σκότωσέ με, εγώ δε μανίζω. Νέον είδος πείσματος αυτό να μη θυμώνη. Αλλά και οσάκις εκινδύνευε να εξαντληθή η υπομονή του, παρουσιάζετο η χήρα και τον έπειθε να εξακολουθήση τας προσπαθείας του διά την ωρίμανσιν της αγουρίδας και ενίσχυε τας εξασθενούσας ελπίδας του.

Όταν όμως εκινδύνευε το πλοίον και ευρίσκετο μεταξύ των υφάλων και ωθείτο προς τους βράχους υπό της τρικυμίας υπέσχετο να μας προσφέρη ολοκλήρους εκατόμβας. Ταύτα σκεπτόμενος έφθασα μέχρι της Ποικίλης Στoάς, όπου βλέπω μέγα πλήθος ανθρώπων συνηθροισμένων• και άλλοι μεν ήσαν εντός της στoάς, πολλοί δε έξω.

Ούτω δε, ένεκα της βραδείας πορείας του αυτοκρατορικού στρατού, κατώρθωσεν από νότου ερχόμενος ο Σαρβαραζός να πλησιάση κατά μέτωπον προς τον αυτοκρατορικόν στρατόν, ο οποίος εκινδύνευε να κυκλωθή υπό των δύο Περσικών στρατών.

Ότε δε οι Αθηναίοι νικηθέντες ετράπησαν εις φυγήν, καταδιωκόμενος μετά των άλλων και ο Ξενοφών έπεσεν εκ του ίππου του, και εκινδύνευε να αιχμαλωτισθή ή να φονευθή. Αλλ' ο Σωκράτης, αν και πεζός, ορμά γενναίως προς βοήθειαν του κινδυνεύοντος φίλου του, αρπάζει αυτόν επί των ώμων του, και τρέχων δρομαίως διασώζει μακράν των εχθρών τον φίλον του Ξενοφώντα.

Άφησέ την, πατέρα, είπεν ούτος, θέτων την χείρα επί του βραχίονος του πατρός του. — Τι γυρεύεις εσύ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα. — Δεν κάνεις καλά, πατέρα μου, είπεν ο νέος, ως να διετέλει εν παραλήρω. — Εσύ θα μου πης; είπεν οργίλως ο Γύφτος. Γκρεμίσου. Ο Μάχτος εκινδυνευε να παραφρονήση. Έβλεπεν ότι το πράγμα καθίστατο σπουδαιότερον.

Εδώ θα μας πάρη η νύχτα. Αλλά με το σκοτάδι θα εκινδύνευε περισσότερο. Επήρε θάρρος και αποφάσισε με κάθε τρόπο να το διώξη από κοντά του. — Το ψάρι κοντά μου· τσιμπάει απάνω· έτοιμοι! — Έτοιμοι.

Και τείνων προς τον αρχαίον φίλον του την ταμβακέραν: — Πάρε, αδελφέ μου, πάρε! Μήνα ολόκληρον τότε ο κυρ-Δημάκης ειργάζετο εις τακτοποίησιν των λογαριασμών του κυρ-Βαρσαμού. — Ο Θεός σ' έστειλεν, αδελφέ μου! Δεν εύρισκα άκρη. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης εύρε τέλος άκρη και τον έβγαλε λάδι τον φίλον του, όστις εκινδύνευε να κηρυχθή εις πτώχευσιν.

Εκινδύνευε ν' αποθάνη από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλού και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν.