Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Είτα έλεγεν : «Ας πιω κ' ένα ρώμι». Έπινε και δύο ρώμια και είτα μετέβαινεν εις το σχολείον, όπου έμενε πάντοτε «με τα μανίκια». Εις τας εξετάσεις περί τα τέλη Ιουλίου ή περί τας αρχάς Αύγουστου, επαρουσιάζετο ενώπιον της αξιοτίμου Επιτροπής «με τα μανίκια». Κατά τας περυσινάς εξετάσεις, ο δήμαρχος μόλις τον είχε πείσει, μετά πολλάς νουθεσίας και επιπλήξεις, να φορέση το σακάκι του· το εφόρεσεν, αλλ' αφού πρώτον απέβαλε το γελέκον.
— Διά τας αμαρτίας του Αδάμ κατεστάθησαν όλοι οι άνθρωποι αμαρτωλοί και θνητοί. — Πολύ καλά, μπράβο! είπεν ο διδάσκαλος, όστις την στιγμήν εκείνην ακριβώς είχε τον νουν του εις την αρραβωνιαστικήν του. Είτα επανέλαβε· — Τώρα ας μεταβώμεν εις την Γεωγραφίαν.
Εκείνος επροχώρησε, είτα εστράφη προς τον Εσταυρωμένον, ως εάν εζήτει ενίσχυσιν . . . Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν οι κώδωνες του Ναού πανηγυρίζοντος την Ανάστασιν . . . Αι επίσημοι, αι πανηγυρικαί δονήσεις συνεκλόνισαν τον Κλέωνα . . . Ο τρόμος της γυναικός ηύξησε . . . και προχωρήσασα, εγονυπέτησε προ του συζύγου της.
Ο Ιησούς έλαβε τον άνθρωπον από της χειρός, τον ωδήγησεν έξω της πολίχνης, ενέπτυσεν εις τους οφθαλμούς αυτού, και είτα, επιθείς επ' αυτών την χείρα, τον ηρώτησεν αν έβλεπεν. Ο άνθρωπος προσέβλεψεν εις τους ανθρώπους, μακράν, και ατελώς ακόμη ιατρευμένος είπε: Βλέπω τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντα. Μόνον δε αφού ο Ιησούς επέθηκε δευτέραν φοράν την χείρα επί των οφθαλμών του, είδε καθαρώς.
— Έτοιμη, έτοιμη, Μάχτο! υπάγωμεν, ευθύς· ω, ήλθες, Μάχτο! — Υπάγωμεν, επανέλαβεν εκείνος. Μην αργής!... — Τώρα να ενδυθώ, Μάχτο! Νανάψω το φως. — Ω μην ανάπτης φως, είπε μετά τρόμου ο αποκαλών εαυτόν Μάχτον. Θα μας ίδουν. — Έχεις δίκαιον. Περίμενε να εύρω το φόρεμά μου. Και η Αϊμά εψηλάφησεν εν τω σκότει, ευρούσα δε τας εμβάδας της, εφόρεσεν αυτάς ταχέως, είτα την εσθήτα της.
Κατ' αρχάς η γραία είχεν αντισταθή εις το μίασμα, έπειτα, με τον καιρόν, εκόλλησε και αυτή. Η Μελαγχρώ εφαντάζετο, έξαφνα, ότι ο αδελφός της θα της φέρη ένα πλούσιον, ευγενή άρχοντα από τας Αθήνας διά νυμφίον. Όταν έμαθεν ότι ο Τρικούπης ήτο άγαμος, πάραυτα συνέλαβε το όνειρον ότι ούτος θα ήρχετο να την ζητήση ως νύμφην· είτα η φιλοδοξία της έφθασε και μέχρι του Διαδόχου του Θρόνου.
Ο σεβάσμιος πρεσβύτης εθυμίασε τας εικόνας πρώτον, είτα τον δεξιόν ψάλτην, είτα τον αριστερόν, ακολούθως τους τρεις μοναχούς ή δοκίμους και τελευταίον τον Αγάλλον. Ο Αγάλλος υπέκλινε προς το θυμίαμα, είδε τους αλλοκότους ισχνούς και διαυγείς χαρακτήρας του σεβασμίου πρεσβύτου, κ' επίστευσε πλέον ότι επήγε ζωντανός εις τον Παράδεισον. Άλλως δεν ηδύνατο να εξηγήση το δράμα.
Και κατεπείσθη τέλος πάντων να διηγηθή το ιστορικόν της ανακαλύψεως του μικρού θησαυρού του επάνω εις το Κοτρόνι, απαράλλακτα ως διέδωκεν αυτό η φήμη, ήτις χωρίς αιτίαν ουδέποτε διαδίδεται, και εβεβαίωσε τα περί της μετά ταύτα τόσον μυστικής αποκρύψεως εν τη οπή του ηρειπωμένου τοίχου, καλώς περιφραχθείση διά λίθου και είτα διά των παλαιών εκείνων δοκών.
Τα τέκνα μου είνε αναρίθμητα. Και εκινήθη προς την θύραν, όπως εξέλθη. — Πού θα υπάγητε, ηρώτησεν η Αϊμά. — Θα υπάγω εις την οικίαν μου, οπόθεν ήλθα. — Και πού ευρίσκεται η οικία σας; — Είνε πολύ μακράν απ' εδώ. Η Αϊμά την ηκολούθησεν έξω της θύρας. Είδεν αυτήν λαβούσαν την οδόν, ήτις περιέκαμπτε τον λόφον, και γενομένην άφαντον όπισθεν της πρώτης καμπής. Είτα έτρεξε κατόπιν της.
Και είτα λαβών το βαρύ ξύλινον κοντάριον απήλθεν εις τον ελαιώνα να ξεχιονίση, ως είπε, τα δένδρα. — Μας φθάνει αυτό, προσέθηκε, δεν θα ψωνίσω τίποτε άλλο. Επειδή δε και άλλοι τινές είχον διέλθει έξωθεν μεταβαίνοντες εις τα κτήματα, η Κρατήρα καθησύχασεν ειπούσα μόνον εις τον σύζυγόν της, «αν δεν μπορή να βγη από τα χιόνια», να γυρίση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν