United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωστά, γίνεται και τούτο, είπεν η Σιξτίνα. Αλλ' όμως, αφού εγώ σ' ενθυμούμαι από την Ρόδον. — Λοιπόν ειπέτε μοι τούτο, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά. Αφού μ' εγνωρίσατε, διηγηθήτέ μοι· ίσως ενθυμηθώ κεγώ. — Μη βιάζεσαι, απήντησεν η Σιξτίνα. Ειπέ μοι ακόμη, δεν ενθυμείσαι τίποτε πλειότερον, απ' αυτά που μοι είπες; — Τι άλλο; — Προτού να σε πάρουν οι Γύφτοι ψυχοκόρην.

Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ητένισε με πονηρόν μειδίαμα: — Πλεια ώμορφη κιαπού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε. — Όι, όι, είπεν ο Μανώλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του. — Δεν τσ' είπες κιαυτηνής τα ίδια; — Δεν το ξανακάνω ... θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω. — Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου; — Καθόλου. — Παίρνεις όρκο; — Θεόψυχά μου δε σούπα;

Τότε λοιπόν άραγε θα με δικαιώσης και, καθώς είπες τόρα, θα μείνης ευχαριστημένος, εάν έστω και μίαν άκραν αποσπάσωμεν από αυτόν τον τόσον πανίσχυρον λόγον; Θεαίτητος. Πώς όχι; Ξένος. Λοιπόν τούτο μόνον σου ζητώ ακόμη. Θεαίτητος. Ποίον; Ξένος. Να μη νομίσης ότι έγινα ως άλλος πατροκτόνος. Θεαίτητος. Διατί δηλαδή; Ξένος.

Και τρίτον μίαν φορεσιάν πλουσίαν και μίαν σακκούλαν με φλωριά γεμάτην, διά να ημπορέσω να κάμω ένα ταξείδι της αρεσκείας μου που έχω μελετημένον. Η ζήτησές σου θέλουν πληρωθή, του είπεν ο Βασιλεύς· φέρε μου εδώ σήμερον τους γονείς σου και θέλω τους περιποιηθή καθώς μου είπες, και αύριον θέλω σου δώσει το άλογον, και τα λοιπά που εζήτησες.

Τώρα μπορώ να κάθωμαι εγώ στεφανωμένος να πίνω και να τραγουδώ; Το σφάλμα είναι δικό σου που δεν μου είπες τίποτα γι' αυτήν την δυστυχία. Και τώρα πού την θάψανε; Πού είναι να τους εύρω; ΘΕΡΑΠΩΝ Στον δρόμο που στην Λάρισα πηγαίνει κατ' ευθείαν έξω απ' τα προάστεια· εκεί θα ιδής τον τάφο όλον από άσπρο μάρμαρο, καλοπελεκημένον.

Εμπρός λοιπόν ποίαν από τας δύο αυτάς τάξεις των ανδρών και ως προς ποίον πόλεμον εγκωμίασες συ τόσον πολύ και ποίους κατέκρινες; Δηλαδή φαίνεται ότι εγκωμίασες τους ανδρείους εις τους εξωτερικούς πολέμους. Τουλάχιστον είπες εις τα ποιήματά σου κάπως, ότι δεν ανέχεσαι διόλου εκείνους: Που δεν τολμούν τα μάτια των να ιδούν αιματοκύλισμα, Και να ορμήσουν στον εχθρόν και να τον αντικρύσουν.

Υιός εκ πατρός υπήρξεν αναντιρρήτως ο Αλέξανδρος, αλλά τελειοποιημένος, εννοείται, υπό των προόδων του νεοελληνικού πολιτισμού και των ψευδών αναγκών του. — Και τώρα τι θα γείνη η οικογένειά του; Δεν είχε, μου είπες, νυμφευθή; — Ναι· αλλ' ευτυχώς δεν αφίνει τέκνα, . . και ο σκώληξ του θα ταφή μαζή του.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Έλα μαζί μου· θε να ευρώ τον βασιλέα· έκστασις είναι τούτη ερωτική, που τόσην την ορμήν έχει οπού χαλά τον εαυτόν της, και την θέλησιν σέρν' εις έργ' απελπισίας, όσο πάθος κανέν' απ' όσα εδώ του ανθρώπου την φύσιν βασανίζουν. Α! πολύ λυπούμαι, — μήπως τώρ' ύστερα σκληρά λόγια του είπες;

Η γριά ήταν ακόμη ντυμένη στο κρεβάτι, με τους καρπούς των χεριών της γυμνούς, κόκκινους και φλογάτους σαν αναμμένα δαυλιά. Έμοιαζε ναρκωμένη, αλλά όταν ο Έφις έσκυψε επάνω της του είπε με σβησμένη φωνή: «Βλέπεις; Πήγε πάλι στο ποτάμι για να πλύνει, επειδή πρέπει να δουλέψει. Κι εσύ μου είπες πως θα την παντρευόταν!» «Θεια-Ποτόι! Πρέπει να κάνουμε υπομονή. Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε

Είνε λοιπόν ορφανή; — Ορφανή είπες; — Βέβαια. — Μα όχι. — Έχει γονείς; — Βέβαια έχει. — Και πού ευρίσκονται; — Πού θέλεις να ευρίσκωνται; Δεν μας βλέπεις; — Σας βλέπω. Και τι μ' αυτό; — Εγώ και ο γέρος μου. — Είμεθα ζωντανοί; — Βέβαια. — Θα ειπή πως δεν απεθάναμεν. — Σωστά. — Και η Αϊμά... — Η Αϊμά... — Ζουν οι γονείς της... — Ζουν; — Ζουν, αφού ημείς ζώμεν. — Εννοώ... — Εννοείς βέβαια.