Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Η αυτή πόλις. Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Καλή νύκτα, αδελφέ· αύριον είναι η ημέρα. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το ζήτημα θα λυθή είτε κατά τον ένα είτε κατά τον άλλον τρόπον. Χαίρε. Ήκουσες αν συνέβη τίποτε παράξενον εις τους δρόμους; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Όχι· τι τρέχει; Β'. ΣΤΡΑΤΙΩΤΉΣ. Ίσως είναι διάδοσις· καλή νύκτα. Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Καλή νύκτα, σύντροφε. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Στρατιώται, άγρυπνοι φύλακες.
Ανάδοναν ανασασμοί βιαστικοί, στενόχωροι· χνώτα βρώμικα και ίδρωτες μούχλιοι, ξυνισμένοι από το βαρύ της εργατιάς ημεροκάματo· ανάδονε ποδαρίλα από μακρυπερπάτητους δρόμους, ξυνίλα από μεγάλη κούραση, που να σηκώνη τη μύτη και στο μυαλό να σε χτυπά.
Εν Αθήναις τη 24 Φεβρουαρίου 1880. Τι κόσμος! τι θόρυβος! τι οχλοβοή! Τι πλήθος συνωθουμένων εις τους δρόμους! Πόσοι και ποίοι μετημφιεσμένοι!
Τη νύχτα πάλε τόσο λαμπρά φωτισμένη η χώρα, που θάρρειες κ' είχανε, λέει, κομματιασμένο τον ήλιο και σκόρπιο απάνω της. Κάθε φυλής διαβάτες με κάθε λογής φορεσιές πηγαινοερχόντανε στους πανώριους εκείνους δρόμους, και κάθε λογής γλώσσες κ' ιδιώματα αντιλαλούσαν απ' άκρη σ' άκρη. Έδρωναν, κ' οι Ρωμαίοι στα πρώτα, κ' οι δικοί μας κατόπι, για να κυβερνούνε τους τετραπέρατους τους Αλεξαντρινούς.
Τα καλτερίμια των ανηφορικών δρόμων του χωριού, η πέτρινες ρούγες, τα μαρμαρένια πεζούλια, η αφρόπλακες και τ' ασπρολίθια των σπιτιών γιάλιζαν, λαμπύριζαν στο σεληνόφωτο. Άνοιγαν ανάρια κι αραδαριά τα παραθύρια τα καγγελωτά, σα βάρυπνα μάτια μεγάλα, κ' έφεγγαν μέσα τα σπίτια. Ύστερ' άνοιγαν πόρτες και παραπόρτια κ' εχύνονταν στους δρόμους πλήθος άντρες και γυναικόπαιδα κ' έπερναν τον ανήφορο.
Αλλά, από τα ίδια μέρη, και δικοί μας φεύγουνε στην ξενιτιά για να μαζέψουν τους θησαυρούς του Κροίσου, που θα τους βρούνε τάχα εκεί, σκορπισμένους στους δρόμους. Τη θέση λοιπόν των δικών μας πάλε οι Σλάβοι τη παίρνουν, για οι Εβραίοι, γιατί και τούτοι αγοράζουνε μεγάλα τσιφλίκια και φέρνουν Σλάβους χωριάτες να τους τα οργώσουν.
Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα.
Κατά τες δυτικές Οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βοριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αλή-πασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πικνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο.
Μέσα από τους καλοστρωμένους δρόμους, στολισμένους με μεταξωτές γιρλάντες, περνούσε η λαμπρή συνοδεία: ο Βασιληάς, οι κόμητες και οι πρίγκηπες, με την Ιζόλδη στη μέση.
Δρόμους ξεχωριστούς πήραν οι στοχασμοί μας, μα συναπαντηθήκαν πάλι και δεμένοι σα μ' ένα παράξενο μυστικό αίστημα, που ήθελε να προκαλέση τη μοίρα, καθόμαστε πλάγι πλάγι, ενώ μπροστά μας περνούσαν οι τοποθεσίες αραδιαστές, φωτισμένες από τον ξάστερο ανοιξιάτικο ήλιο, περιβρεγμένες από τα γαλανόλαμπο νερό, που ένας αλαφρός άνεμος το έκανε να τρεμουλιάζη. Η αντίστασή μου είχε χαθεί τώρα ολότελα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν