Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Το καμπάνισμα, οι προετοιμασίες, το σούσουρο που γινόταν έξω στους δρόμους και μέσα στο σπίτι του, δεν τον άφιναν ήσυχο. Η αθέμελη άρνησή του άρχισε να κλονίζεται. Βαστάχτηκε ως τ' απόγιωμα· τέλος νικήθηκε. Ντύθηκε βιαστικά, πεισμωμένος τώρα για ό,τι έκαμε, έτρεξε, ανέβηκε στον τράφο ν' αγναντέψη τη λιτανεία που έρχεται.
Θανατώνουν το Βοδερίκο και πολλούς αξιωματικούς του, και σέρνουν τα κορμιά τους στους δρόμους μέσα. Ο Θεοδόσιος είταν τότε στο Μιλάνο. Μόλις ήρθανε σταυτιά του τα γενάμενα, και φρένια τονέ συνεπαίρνει, να παιδευτή και καλά η Θεσσαλονίκη δίχως δίκη, δίχως ανάκριση. Αίμα έφτυσε, που λέει ο λόγος, ο Επίσκοπος του Μιλάνου ο Αμπρόσιος ώσπου να τον καταπείση ναλλάξη γνώμη.
Εδώ όσα μόνο σώνουνε να μας δείξουν τι έκαμε ο Ιουστινιανός για τον τόπο, κι όχι μονάχα με δρόμους και με γιοφύρια και με μερικά άλλα μέτρα που έτυχε αφορμή να ειπωθούνε αλλού, παρά και φέρνοντας στο κράτος την πολύτιμη βιομηχανία του μεταξιού, που στάθηκε στη χώρα μέσα πηγή πλουτισμού κι από χρυσωρυχεία πολύ σημαντικώτερη. Είταν ως τα τώρα αγνώριστη αυτή η τέχνη έξω από την Κίνα.
— Κάτι κακό θάρχεψε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στό στόμα του. — Χστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάννα. Εμείς τα παιδιά επανιάσαμαν. Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους. Πετιούμαστε με τον πατέρα στό δρόμο να μάθουμε. Όλ' έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται. — Ανοίγουν η εκκλησιές, μας λέγουν.
Όσο για την πολύτιμη τη Βιβλιοθήκη, πάει κι ακόμα πηγαίνει! Και δεν ξέρει μα το ναι τι να πρωτολυπηθή άνθρωπος, την καταστροφή τω βιβλίων, ή τα χρυσά και ταργυρά ταγάλματα, στολίδια, βάζα, κι άλλα χρειαζούμενα του ναού, που τάλιωσαν όλα· καθώς και τα μαρμάρινα, που τάσπασαν και τα πετάξανε στους τέσσερεις δρόμους!
Λέγουν πως έτρεχε τότες ο Ασπάρης στους δρόμους με κουβά στον ώμο, φωνάζοντας νάρθουν κ' οι άλλοι πολίτες να βοηθήσουν, και δίνοντας τους απόνα νόμισμα του καθένα. Απέθανε ο Λέοντας στα 474, δυο χρόνια πρι να ξεψυχίση και της Δύσης η μεγαλονόμαστη πρωτεύουσα, η μυριοξάκουστη Ρώμη. Δεν ξαναγεννήθηκε πια η παλιά η Ρώμη.
Πάμπολλων ανθρώπων περιουσίες δημεύτηκαν, κ' έμειναν τα γυναικόπαιδά τους στους δρόμους. Κ' οι αξιωματικοί όμως αυτοί ακόμα, όσο σκληρά κι α φερθήκανε, δεν αποκοτούσανε, λέει, να εφαρμόσουν κάθε μέτρο της Βασιλικής προσταγής, παρά τους σπλαχνιούνταν κι αυτοί τους πολίτες. Είχαν κατέβει και κοπάδια Καλόγεροι κ' Ερημίτες, παρακαλώντας κι αυτοί να πάψη τέτοια φοβερή αδικία.
Διότι τέλος πάντων δεν ήτο δυνατόν με το ολίγον νερόν το οποίον έχομεν διαθέσιμον να καταβρέχωμεν περισσοτέρους δρόμους καθ' εκάστην, παρά να λασπόνωμεν ολιγωτέρους ημέραν παρ' ημέραν; Η σκέψις μου, βλέπεις, δεν έχει αξιώσεις επιστημονικής βαθύτητος, αλλ' είνε απλή τις και πρόχειρος ιδέα, η οποία απορώ πώς δεν έρχεται και εις των αρμοδίων τον νουν.
Μ α ρ ί α. Μακρυά. Το μέλλον. Ένα μακρεινό μέλλον! με την ανθρωπότητα πειό καλή, πειο μεγάλη, με την αγάπην να βασιλεύη παντού και να ανοίγη δρόμους ευτυχίας και χαράς... Ωραία μου ονειροπόλος Σκηνή Γ'· Μ α ρ ί α. Εμπρός. Τι είναι Άννα; Ά ν ν α. Κυρία σας παρακαλώ. Μια στιγμή. Μ α ρ ί α. Λέγε, Άννα, τι θέλεις; Ά ν ν α. Κυρία. Δεν μπορώ. Ελάτε σας παρακαλώ. Η Άννα της ψιθυρίζει κάτι εις το αυτί.
Αλλά των μακαρίων Σταύλων ιδού τα ηώα Κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν, Ιδού τα ακάμαντα άλογα Του Ηλίου εκβαίνουν. Χρυσά, φλογώδη, καίουσι Τους δρόμους του αέρος Τα αμιλλητήρια πέταλα· Τους ουρανούς φωτίζουσι Λάμπουσαι η χαίται. Τώρα εξανοίγει τ' άνθη Εις τον δροσώδη κόλπον Της γης η αυγή· και φαίνονται Τώρα των φιλοπόνων Ανδρών τα έργα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν