United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ότε απέθανεν η Βεάτη, ο ατυχής Χόμο δεν είχε πλέον τινά, όστις να τω ρίπτη έν κόκκαλον. Προέβλεπε δε ότι έμελλε να έχη κακά γηρατεία. Οργισθείς λοιπόν υπερέβη τα σύνορα και ηυτομόλησε προς τον Θευδάν, αρχαίον γνώριμόν του, όστις τον εγηροκόμησεν εξαιρέτως.

Αλήθεια, του απεκρίθη ο βασιλεύς, εσένα σου έπρεπεν ο θάνατος, διά να καθαρισθή η γη από ένα τερατώδη άνθρωπον ωσάν εσένα· μα επειδή και σου έταξα να σου αφήσω την ζωήν, δεν βγαίνω από τον λόγον μου· σου παίρνω μοναχά το δακτυλίδι ως εργαλείον ολέθριον των ανομιών σου, διά να μην ημπορέσης πλέον να βλάψης το ανθρώπινον γένος, και τα γηρατειά σου θέλουν είνε η παίδευσίς σου.

Με τα σωστά σου; — Αμμή;... — Λοιπόν την έχεις απ' αγάπη; — Τι θαρρείς; — Είσαι λοιπόν ερωτευμένος με το βαρειό και με τη βρεχτούρα! — Χωρίς άλλο. Καθένας την τέχνη του πρέπει να την τιμά, και ας είνε και ταπεινή. — Δεν λέγω. Έχεις πολύ δίκαιον. — Τότε τι; — Αλλά χωρίς να παύση να την τιμά, ειμπορεί να την αφήση εις τα γηρατειά, διά ν' αναπαυθή.

Είπε, κι ανέβηκε γοργός, μ' όλα τα γηρατειά του, σ' ελεφαντένιαν άμαξαν ο μάντις Τειρεσίας.

Πάει ο χορός στρωτός-στρωτός και το τραγούδι αγάλια: — Όλαις η κόραις τον γιαλού, η ώμορφαις Νεράιδες, Όλαις μαραίνουν λεβεντιαίς, μαραίνουν παλληκάρια, Και δεν φοβούνται γηρατειά και δεν φοβούνται χάρο. Κ' εμένα μ' εβαλάντωσε, με μάραν' η αγάπη, Μ' εμάραν' ένας κυνηγός κ' ένας καλός λεβέντης, Με το γραμμένο του κορμί με τη γλυκειά φωνή του.

Την επεριποιήθηκα πολύ, η ομιλία μου εστράφηκε περισσότερο προς αυτήν, και λιγώτερο από μισή ώρα εξεδιάλυνα ό,τι η δεσποινίς αυτή κατόπιν μου ωμολόγησεν, ότι η αγαπητή θεία εις τα γηρατειά της στερείται των πάντων, δεν έχει επαρκή περιουσίαν, ούτε πνεύμα, ούτε στήριγμα, παρά την σειράν των προγόνων της, καμμίαν σκέπην παρά την κοινωνικήν τάξιν, όπισθεν της οποίας ωχυρώθη, και καμμίαν διασκέδασιν, παρά από το σπήτι της να κυττάζη κάτω τους πολίτας με περιφρόνησιν.

Ανάθεμα τα γηρατειά κι' εκείνον οπού τάχει!... το ένα κι' άλλο μάτι μου τρεμόσβυστο καντύλι, γουργούραις, ξεφυσήματα, κι' αδιάκοπο συνάχι, που κάθε δευτερόλεπτο αλλάζω και μαντύλι. Ανάθεμα τα γηρατειά!... βογγώ λαχανιασμένος και τίποτα δεν 'βρίσκεται για να με ξεκουράση... ας είναι δεκατέσσαρες φοραίς αφορισμένος εκείνος οπού εύχεται ανθρώπου να γεράση.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αχ! Είν' αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα, που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον! ΠΡΙΓΚΗΨ Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ' εξύπνησαν, καϋμένε, εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε· του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη. Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν; ΠΡΙΓΚΗΨ Κύτταξ' εδώ να την ιδής.

Είναι φρίκη, θεέ μου, φωνάζει αυτός, εάν τα ιδικά μου πράγματα δεν έχω δικαίωμα να τα δώσω εις όποιον θέλω ή όχι, και εις άλλον περισσότερα και άλλον ολιγώτερα εξ όλων όσοι εδείχθησαν εις εμέ κακοί και όσοι αγαθοί, βασανισθέντες αρκετά εις τας ασθενείας μου, άλλοι δε εις τα γηρατειά μου και εις άλλας διαφόρους περιπετείας μου. Λοιπόν δεν σου φαίνονται, καλέ Ξένε, ότι έχουν δίκαιον;

Ομοίως ηδύνατο να γράψη ότι πρέπει να προτιμά κανείς την πτωχείαν παρά τον πλούτον, τα γηρατεία παρά την νεότητα και όλας τας άλλας δυσμενείας αι οποίαι ανήκουν και εις εμέ και εις τους πολλούς εξ ημών· αληθώς αυτά θα τα έλεγεν άνθρωπος φιλοφρονητικός και θέλων να ωφελήση τον λαόν . Τόσον πολύ λοιπόν εγώ τουλάχιστον έχω επιθυμήσει ν' ακούσω τον λόγον, ώστε, εάν κάμης τον περίπατόν σου πεζή εις τα Μέγαρα, και κατά την μέθοδον του Ηροδίκου , άμα επανέλθης εις το τείχος των Αθηνών, πάλιν αρχίσης την πορείαν, εγώ δεν θα σε αφήσω καθόλου.