United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψιάθινα παραπετάσματα προεφύλαττον από του μεσημβρινού ηλίου τα βλέφαρα των κοιμωμένων, το δε ημίφως καθίστα έτι χαριεστέρας τας ρασοφόρους εκείνας Αφροδίτας.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη. Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε κάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα. Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης; Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.

Ύστερα ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλια της. — Τόσον ωραία, θα τρελλαθή όταν ιδή αύριο ο βασιλιάς τη βασίλισσά του... Άνοιξε ένα ασημόχρυσο κουτί κ' έκρυψε μέσα το πολύτιμο πετράδι. Και μ' ένα χαρούμενο τραγουδάκι άρχισε να βγάζη τα πλούσια φορέματα, νοιώθοντας τα βλέφαρά της να βαραίνουν από μια γλυκύτατη νύστα. Σε μια γωνιά της κάμαρης ήτανε πεταμένη η μεγάλη κερένια κούκλα.

Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως έγκρισιν, και αφού τους ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν των φώτων και της πείρας των, απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος παραγγελθέντα. Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε κλαίουσα, τα βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και απεκοιμήθη.

Κι έτσι παραλυμένη κι ασάλευτη απόμεινε με τα μάτια της καρφωμένα ασυνείδητα ίσα στα γυαλιά του παραθυριού, ως που ο ύπνος της έκλεισε βαρειά τα βλέφαρά της.

ΓΛΟΣΤ. Δεν ημπορώ να το ιδώ, κι' αν ήτον ένας ήλιος το κάθε γράμμα. ΕΔΓΑΡ Αν κανείς μου το εδιηγείτο δεν θα το 'πίστευα ποτέ. Το βλέπω, κ' η καρδιά μου ραγίζει απ' την λύπην της. ΛΗΡ Ανάγνωσέ το, λέγω. ΓΛΟΣΤ. Με τ' άδεια μου τα βλέφαρα; ΛΗΡ Ω, ω! Λοιπόν είμεθα ίσα κ' ίσα! Χωρίς 'μάτιατο κεφάλι και χωρίς χρήματατο πουγγί! Σου εβάρυναν τα 'μάτια και σου ελάφρωσε το πουγγί!

Αι στάσεις της εξέφραζον στεναγμούς, και το όλον της τόσην ερωταλγίαν, ώστε δεν εγνώριζον αν έκλαιεν ένα θεόν, ή αν απέθνησκεν με την θωπείαν του. Με τα βλέφαρα ημίκλειστα έστρεφε την οσφύν της, εταλάντευε την κοιλίαν και τα στήθη της με κυματισμούς εγκλείοντας τρικυμίαν. Το πρόσωπόν της έμενεν ακίνητον, οι δε πόδες της δεν εσταμάτων. Ο Βιτίλλιος την παρομοίασε με τον Μνηστήρα τον μίμον.

Κ' εκείνητα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.