United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά η κρίσις έπρεπε να επέλθη· εις την στιγμήν ακρατήτου αγανακτήσεως ο Αμλέτος φονεύει, διότι νομίζει ότι βάφει το ξίφος εις το αίμα του ενόχου· η ιδέα της φονικής ανταποδόσεως ενίκησεν, επραγματοποιήθη· η μυστική δύναμις, οπού την είχεν εξουδετερώση έως τώρα, δεν επρόφθασε να την εμποδίση· η εσωτερική αντίστασις εξασθενίζεται, ο Αμλέτος χάνει την ισορροπίαν, και εξερχόμενος από τον εαυτόν του εισέρχεται εις την οδόν της αλογίας· από την ευρείαν και φωτεινήν περιοχήν του κυριάρχου λόγου κατέρχεται βαθμηδόν μέσα εις τα στενά και σκοτεινά

ΤΡΥΦ. Και συ καλλίτερα πιστεύεις τους όρκους της παρά τα μάτια σου; Να την παρατηρήσης με προσοχή και να δης στους κροτάφους της, όπου μόνον έχει δικά της μαλλιά• τα άλλα είνε ψεύτικα και ξένα. Αλλ' εις τους κροτάφους, όταν εξασθενήση η μπογιά που τα βάφει, αρχίζουν και ξασπρίζουν. Και αν αυτό δεν σε αρκή, προσπάθησε να τη δης και γυμνήν. ΧΑΡΜ. Ποτέ δεν συγκατετέθη εις αυτό.

η χύτρα. . . έλα έξω συ. . . μουντζούρα είσαι γεμάτη, μα το θεό, λες κ' έτυχε να βράση τη μπογιά του ο Λυσικράτης μέσα σου, που βάφει τα μαλλιά του. —Πέρνα κοντά της τώρα συ, και στάσου για στολίστρα. . . —και φέρε και τη στάμνα συ η νεροκουβαλίστρα. . . —άλλος κεριά να φέρη. . . —και τα κλωνάρια της εληάς, οπού φορούν οι γέροι. . .

Το πρωί, ο Τριστάνος τυλίγεται σε μια κουρελιασμένη κάπα, βάφει μεριές-μεριές το μούτρο του κόκκινο και μαύρο, και γίνεται σα λεπρός. Πέρνει ένα ξύλινο δοχείο για να μαζεύη ελεημοσύνες. Μπαίνει στους δρόμους του Σαιν-Λουμπέν κι' αλλάζοντας τη φωνή του ζητεί ελεημοσύνη απ' όλους τους διαβάτες. Θα μπορέση τάχα να ιδή πουθενά τη Βασίλισσα; Επί τέλους η Ιζόλδη βγαίνει από το παλάτι.

Κι αν έδιωξε το κλάμα σου τα χελιδόνια τώρα κι η αύρα σαν παράπονο στ' αυτιά σου ψιθυρίζει η αύρα το άφαντο πανί μακριά που αριοφουσκώνειστη θαμπή νύχτα, ολόγυρα στον ύπνο σου που απλώνει, καινούριας μέρας στο βουνό το φως χρυσοαναβρύζει· ω μάγισσα, ο ήλιος, ψες στη δύση που στο βυθό της θάλασσας σε νέφη έχει βυθίσει, με ρόδα βάφει την κορφή και το ξανθό κεφάλι, με ρόδα νέα αμάραντα κορόνα να του βάλη.

Το δάχτυλό του βάφειτο αίμα πάφριζετη γη, σταυρόνει το κουφάρι Και χάνεταιτη λαγκαδιά... Καπνός ο πεζοδρόμος. Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι Πενήντα Λιάπιδες, τον κυνηγούν. Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει... Η νύχτα επλάκονε, λυσσομανούν. 'Σ τη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι... Αδειάζουν τάρματα... στέκουν να ιδούν Βροχή τα βόλια τους μεςτο δισάκκι Τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.