United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΠΟΛΛΩΝ Πάντα μαζί μου τάχω Αυτή είν' η συνήθεια. ΘΑΝΑΤΟΣ Δεν είναι η συνήθεια• το τόξο σου επήρες, για να φυλάξης άδικα το σπίτι αυτό. ΑΠΟΛΛΩΝ Με θλίβει η συμφορά, που απειλεί αγαπημένον φίλον. ΘΑΝΑΤΟΣ Ώστε και δεύτερον νεκρόν θέλεις να μου στερήσης; ΑΠΟΛΛΩΝ Μήπως τον πρώτον σ' άρπαξα εγώ διά της βίας;

Και παρακαλεί ολουνούς τους Αχαιούς· και πλέον Τους δυω Ατρείδας του λαού αρχιστρατήγους πρώτους. Ατρείδες, είπε, κι' Αχαιοί ευμορφοκνήμιδ' άλλοι· Οι θεοί οπού κατοικούν τα δώματα τ' Ολύμπου, Να δώσουν, να πορθήσετε την πόλιν του Πριάμου, Καιτην πατρίδα σας καλά να κατευοδοθήτε. Την κόρην λύστε μ' την γλυκήν, και πάρτ' αυτά τα λύτρα. Σεβόμεν' τον μακρόχτυπον Απόλλων' υιόν του Δία.

Ο Βράγχος καθήμενος επί πέτρας κρατεί υψηλά λαγόν και παίζει δεικνύων αυτόν προς τον σκύλλον του, ο οποίος φαίνεται έτοιμος να πηδήση εις ύψος και ν' αρπάση τον λαγόν. Παρίσταται δε εις την σκηνήν και ο Απόλλων, ο οποίος μειδιά τερπόμενος να βλέπη και το παιγνίδι του παιδιού και τας προσπαθείας του σκύλλου.

ΑΙΑΚ. Θέλεις να σου δείξω και τους σοφούς; ΜΕΝ. Βέβαια. ΑΙΑΚ. Αυτός εδώ ο πρώτος είνε ο Πυθαγόρας. ΜΕΝ. Χαίρε, Εύφορβε ή Απόλλων ή όπως άλλως θέλεις. ΠΥΘ. Χαίρε και συ, ω Μένιππε. ΜΕΝ. Δεν είνε πλέον χρυσούς ο μηρός σου; ΠΥΘ. Όχι• αλλά φέρε να 'δούμε αν έχης τίποτε φαγώσιμον στη σακκούλα. ΜΕΝ. Έχω κουκιά, φίλε μου• αλλά συ δεν τα τρώγεις τα κουκιά. ΠΥΘ. Δος μου και μη σε μέλει.

Κ' εις τούτους εσηκώθη Ο Κάλχας Θεστορόπουλος, μέγας ορνιθομάντις· 'Πού ήξευρε τα όσα είν', και ήταν, και θα είναι· Κ' εις την Τρωάδ' ωδήγησε των Αχαιών τον στόλον Με την μαντείαν του, οπού τον έδωσ' ο Απόλλων. Αυτός εκείνους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε·

Τοιαύται ήσαν και αι αποτρόπαιοι Ευμενίδες του Αισχύλου, αι «κατάπτυστοι κόραι», ως τας αποκαλεί ο Απόλλων «αις ου μίγνυται θεών τις, ουδ' άνθρωποι, ουδέ θήρ ποτε» — Ότε, λέγει ο Πολυδεύκης, ενεφανίσθησαν επί της σκηνής γυναίκες ελιποθύμησαν και παιδία απεβίωσαν εκ του τρόμου. Αλλά δεν περιωρίσθη ο Σαικσπείρος εις μόνην την εγχώριον και δημώδη της πατρίδος αυτού παράδοσιν.

Οι δε μάντεις, και εκείνοι οι οποίοι από την κίνησιν των άστρων συμπεραίνουν το μέλλον και εκείνοι οίτινες το εξηγούν από τα όνειρα, όπως οι Χαλδαίοι, αλλά και αυτός ο Πύθιος Απόλλων οτέ μεν εις τον Αριστέα προέλεγον ότι θα επιζήση, οτέ δε εις τον Μοίριχον, και τα τάλαντα άλλοτε μεν έγερναν προς το μέρος του ενός, άλλοτε δε προς το μέρος του άλλου.

Εκείνος δε ακούοντας, χαίρονταντην καρδιάν του. Κι' ο ήλιος σαν βασίλευσε, και ήρθε και το σκότος, Τότε προς τα πρυμόσχοινα του καραβιού κοιμήθκαν. Σαν φάνκ' η ροδοδάχτυλη κι' ανοιξογεννημένη Αυγή, τότετο στράτευμα το μέγα εκινούσαν· Και τότε πρύμον άνεμον τους έστειλ' ο Απόλλων. Και το κατάρτι έστησαν· τ' άσπρα πανιά απλώσαν· Και το πανί ο άνεμος εφούσκωσετη μέση.

διότι εσκεπτόμην και πολλά άλλα, αλλά προ πάντων πώς ο Απόλλων τόσον καιρόν δεν έβγαλε γένεια ή πώς νυκτώνει εις τον ουρανόν αφού ο Ήλιος είνε πάντοτε παρών και συντρώγει με τους άλλους θεούς. Έπειτα όμως μ' επήρεν ολίγος ύπνος. Ο δε Ζευς εξύπνησεν από την αυγήν και διέταξε να κληθούν οι θεοί εις συνέλευσιν.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πώς το γυιό σου ετόλμησες μέσ'στη σπηληά ν'αφήσης; ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς; κλάψες έκαμα πολλές εκεί και μοιρολόγια. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αχ! τολμηρά ήσουν και συ, μα πειο πολύ ο Απόλλων. ΚΡΕΟΥΣΑ Αν το 'βλεπες το δύστυχο τα χέρια να μ' απλώνη! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το γάλα σου εγύρευε ή αγκαλιά μητέρας; ΚΡΕΟΥΣΑ Την αγκαλιά μου, κι' άδικα το είχα βασανίση.