United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Μανώλης έλαβε σχοινίον από το σάγμα του ημιόνου του Τερερέ με την ιδέαν κατ' αρχάς να τον δέση εις την ουράν του ημιόνου και να μαστίση έπειτα το ζώον διά να φύγη σύρον όπισθέν του τον μάγον. Την ιδέαν αυτής της εκδικήσεώς του έδωκε μία ανάμνησις από παραμύθι, το οποίον είχεν ακούση κατά την μικράν του ηλικίαν.

Ο Μανώλης μεθυσμένος και παραπατών διηυθύνθη προς το σπίτι του. Αλλά καθ' οδόν τον εσταμάτησεν αιφνίδια ανάμνησις. «Πού, πας μωρέ; εμουρμούρισεν απευθυνόμενος προς τον εαυτόν του. Πού πάς, μωρέΕστάθη κ' εσκέπτετο επί τινας στιγμάς, έπειτα εστράφη προς τα οπίσω.

Αλλά του πρώτου διδασκάλου της γυμναστικής και πρώτου εισαγαγόντος αυτήν εις την Ελλάδα δεν εμνήσθη, ίσως διότι η ανάμνησίς του δεν εσχετίζετο με τον σκοπόν του συνεδρίου. Πολλοί εν τούτοις υπάρχουν ακόμη οι ενθυμούμενοι τον αγαθόν και ολίγον ιδιόρρυθμον Παγώνα ή Παγώντα, όπως τον απεκάλουν οι μη αρχαΐζοντες όπως αυτός, ο οποίος από Παγώνης ίσως έγινε Παγών επί το αρχαιοπρεπέστερον.

Η φράσις την οποίαν είχεν απευθύνει κατά την εσπέραν του βαπτίσματος προς την Πηγήν του εφαίνετο τώρα τόσον μεγάλη, τόσον παράτολμος, ώστε δεν ηδύνατο να εννοήση πού εύρε το θάρρος να την εκστομίση· και τόσην εντροπήν επροξένει η ανάμνησίς της, ώστε δεν ετόλμα ν' ατενίση την Πηγήν.

Αυτή ήτον η παλαιά εκδούλευσις, και αυτή η ευγνωμοσύνη την οποίαν είχον υπαινιχθή σήμερον αι δύο. Αυτά ήσαν της Φραγκογιαννούς «τα παληά τα πάθια της», κι' αυτά ήσαν της Μαρούσης «τα βάσανά της». Η ανάμνησις κατείχε τον νουν της Φραγκογιαννούς όλην την ώραν, ενώ έκειτο επί του σοφά, εις το σκότος· διότι λύχνον δεν της είχε φέρει η φιλοξενούσα, μόνον ένα κηράκι κι' ολίγα σπίρτα της είχεν αφήσει.

Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγεινα δικηγόρος . . . Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον! Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουσμένης κόρης, μ' έκαμε να μη γείνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γείνω μοναχός.

Τώρα δεν θα σε λέμε πλεια: η θεια Μυγδαλίτσα το Καράβι, είπεν ο μικρός ποιμήν, ως εξ εμπνεύσεως μετατρέπων επί το αστείον την συγκινητικήν τελευταίαν αυτήν σκηνήν. Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κ' ευώδες Πάσχα.

— Σ' όλο το ύστερο, εξηκολούθει να λέγη καθ' εαυτόν, δεν θα πάρω το Στρατή, ετσά που το λέει κ' η μάνα μου. Σαν τήνε πάρω και πάμε στο σπίτι μας, ας κοτήση νάρθη. Όξω, όξω, φαρμακίτη. Η Πηγή ως οψές ήτον αδερφή σου· από σήμερο είναι γυναίκα μου. Η ανάμνησις όμως του σπιτιού έπεσεν ως αποθάρρυνσις εις τας γενναίας του αποφάσεις. Εάν ετελείωνεν αυτό το σπίτι, θα είχαν τελειώσει και τα βάσανά του.

Όσω για την γυναίκα αυτή, θα σε παρακαλέσω σε ένα άλλον Θεσσαλόν να τήνε δώσης, σε ένα που να μην έπαθε κι' αυτός ό,τι εγώ έχω πάθει. Έχεις εσύ φίλους πολλούς Φεραίους, μη θελήσης να ζωντανεύη η ανάμνησις της συμφοράς μου. Είναι αδύνατον, στο σπίτι μου βλέποντας την γυναίκα να μείνω αδάκρυτος. Με φθάνει η λύπη που βαραίνει την πονεμένη μου ψυχή.

Δηλαδή, ωσάν να ξεχύνεται κάτι, είναι ανάγκη να ρέη κάτι νέον, και η ανάμνησις είναι εισροή της απελθούσης φρονήσεως.