United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αδιάφορο όμως αυτό· σώνει που την πίστη την είχε, και στα γερά.

Σύγκαιρα επρόβαλλε νιος φουστανελλάς, με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· έπειτα χεροπιασμένες του Μήτρου Κούλα η χήρα και Ζαφείρω η θυγατέρα τηςλεβεντονιά ασημοφορτωμένη η κόρη, σάψαλο χρονών και φτώχιας η μάννα. Και παραπίσω φάνηκε αργά ένα γαλανομμάτικο βλαχάκι με κόμματο ψωμιού στα δόντια, ανίδεο κι αδιάφορο για τη χαρά της νιας και της γριάς το βάσανο.

Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο. — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.

Το όνομα «Θεσσαλονίκη» είναι μάγια φορτωμένο, αντιλαλεί σαν κανόνι, και λάμπει στα μάτια του λαού σαν το άστρο της αυγής, και μόνο αυτή να κάνουμε δική μας, ο Βενιζέλος δεν πέφτει από την Πρωθυπουργία, ― πράμα αδιάφορο. Ποιος θα κοτήσει τότε να βγάλει τσιμουδιά;

Ώρα πολλή είταν άλαλοι με σπλάχνα μαραμένα, 695 μα με καιρό τους μίλησε ο θαρρετός Διομήδης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμένο, κρίμας και που του πρόσπεσες ποτές σου και χιλιάδες τούταξες δώρα, γιατί αφτός περφανοφέρνει κι' έτσι, μα τώρα πιότερο πολύ τον φούσκωσες περφάνιες. 700 Άσ' τον κι' ας κάθεται ήσυχος, είτε μισέψει ή μείνει· όσο για μάχη, αδιάφορο! ας βγει σα θέλει ατός του, σαν τον φωτίσουν οι θεοί και τ' ορεχτεί η καρδιά του.

Και μέσα εκεί σαν σε λεβέτι αγάνωτο έβραζε και το ανακάτωνε για χρόνια ως που το έρριχνεν έξω φαρμάκι και χολή. Ο Ανέστης όμως δεν έδινε προσοχή σ' αυτόν τον χαραχτήρα του συντρόφου του. Όταν ήθελε να γελάσηκαι το ήθελε τόσο συχνά ο αγιοχώματος! — έλεγε τον λόγο του, αδιάφορο και αν επλήγωνε κανένα. Είχε να ειπή για τους Κεφαλλωνίτες όπως και για κάθε τόπο της Ελλάδας.

Ως πούρθαν στο κέφι οι Αρβανίτες και δε δείλιασαν να ειπούν τότε κι αυτοί τα τραγούδια τους, αδιάφορο αν μετρητοί από τους μαζωμένους περίγυρα τους καταλαβαίναν.

Πάω στην πόλη να κόψω τα μαλλιά, φώναξε. Είτανε γεμάτος ζήλο κ' ευχαρίστηση κι όταν κάθησε στο τραίνο, φλυαρούσε ακατάπαυτα και γύρισε κ' είπε ενός άγνωστου ηλικιωμένου κυρίου, που δεν τον είδε ποτέ στη ζωή του, πως πηγαίνει στην πόλη να του κόψουν τα μακριά μαλλιά. Ο ξένος κύριος σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα, έρριξε στο παιδί ένα ξεχασμένο αδιάφορο βλέμμα και ξακολούθησε να διαβάζη.