Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Τότες έλεγα που , τανυπόφορο το που , εκεί που, κατόπι, και στο Ταξίδι το ίδιο, έβαλα πως . Έχω και κάτι αλλά , για να πω το μα της δημοτικής. Έγραφα τον αόριστο σώσετε αντίς σώσατε . Είναι και κάτι πολίτικα, σαν την αιτιατική με λέτε κτλ., που υστερώτερα την έκαμα γενική όπως το συνηθίζουνε στην Αθήνα· μου λέτε κτλ.

Έγραψα όμως αναμνηστικά τότε αμέσως μόλις επέστρεψα εις την πατρίδα, κατόπιν δε οσάκις μου εδίδετο καιρός τους έγραφα, και οσάκις ηρχόμην εις τας Αθήνας, ερωτούσα εκ νέου τον Σωκράτη δι' όσα δεν ενθυμούμην, και επιστρέφων εδώ τους εδιόρθωνα. Ώστε σχεδόν ολόκληρον τον λόγον τον έχω γραμμένον. Τερψίων. Το γνωρίζω, διότι και άλλοτε μου το είπες.

Είπα: μ' ό λ α α υ τ ά, ενώ έπρεπεν ίσως ορθότερον να είπω· δ ι' ό λ α α υ τ ά. Αφού οι χοροί και αι συναναστροφαί και αι παννυχίδες είνε διασκεδάσεις χειμεριναί, δεν είνε φυσικόν ν' αυξάνωσι και να πληθύνωνται όσον αυξάνει κ' επιτείνεται ο χειμών; Τούτο συνέβη και εφέτος, ως σου έγραφα την παρελθούσαν εβδομάδα.

Έγραφα, έγραφα. Και θυμήθηκα πως είχα τρέξει σα δαιμονισμένος με το αμάξι, με την ιδέα πως το παιδί μου είτανε πεθαμένο. Μα δε συλλογιζόμουνα πια το παιδί μου. Συλλογιζόμουνα εκείνη, εκείνη που έπρεπε να είμαι όλος δικός της αν είτανε δυνατό να έμενε μαζί μου, αν το αφάνταστο γινότανε πραγματικότητα, αν πέθαινε ο Σβεν.

Μέσα σε διόρθωσες κ' εργασία κάθε λογής, μέσα στις συχνές αδιαθεσίες της γυναικός μου και σε μια νευρικότητα, που έκαμε όλο το είναι μου να φαίνεται σα μια χορδή τεντωμένη, σηκωνόμουνα πρωί κ' έκλεβα τον καιρό κ' έγραφα. Τη νύχτα καθόμουνα ως τις δυο.

Ναι, είπα, πρέπει να φερθώ και τώρα ως ιππότης, ας μείνω ως παράδειγμα κι' εγώ ηρωισμού! κι' αφού της χήρας έτυχε να ήμαι πατριώτης, κι' ο έρως θύρα ας γενή του πατριωτισμού. Είπα, και θεία έμπνευσις για στίχους μου κατέβη . . . κι' ενώ σακκιά εζύγιζαν οι σύντροφοι μου όλοι, κι' ο έμπορος εγύριζε παντού να με γυρεύη, ακροστιχίδα έγραφα εγώ για τον Μανώλη.

Εκεί που έγραφα, συλλογιζόμουνα πως θα της το διαβάσω κ' η ιδέα αυτή σκορπούσε τις χίλιες φαντασιοπληξίες, που έρχουνται απροσκάλεστες και θέλουνε να εμποδίσουνε την πέννα να προχωρήση. Μα όταν τέλειωνε το διάβασμα κ' ερχόμαστε στην τραπεζαρία, γελούσαμε κ' οι δυο αν είχε κρυώσει τα ψάρι και τα παιδιά κακοπλυμένα, ηλιοκαμένα και ξυπόλυτα κάθονταν εκεί και περιμένανε πεινασμένα.

Γνώριζε πως όσα έγραφα εκεί για τους ανθρώπους βλασταίνανε από τις μακριές ομιλίες μεταξύ μας κ' είταν ευχαριστημένη που την ονόμαζα ζωντανό σημειωματάρι μου, σημειωματάρι που βαστούσε ασφαλέστερα παρά κάθε γραφή τους στοχασμούς μου και μου τους ξαναέδινε δροσερούς και ξανανιωμένους.

Η ανάγκη μ' έσπρωχνε κ' έγραφα, γέμιζα το ένα μετά το άλλο τα λευκά φύλλα και τα έβαζα στο σωρό του χειρογράφου, που μεγάλωνε μπροστά μου απάνω στο τραπέζι. Είτανε σα να μου ψιθύριζε στο αυτί κάποια αόρατη φωνή την προσταγή της και σα να χρωστούσα να υπακούσω στη φωνή αυτή, να την υπακούσω τυφλά. Με είχε πιάσει μια καταπληχτική βία, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Αν σου έγραφα πολιτικάς ανταποκρίσεις, και ηγάπας και συ τα πολιτικά, ως τα τρελλαίνεται μία μας φίλη, θα είχα πολλά πράγματα να σου γράψω, όχι τόσον αηδή, όσον υποθέτεις, και πολύ διασκεδαστικώτερα παρ' ό,τι φαντάζεσαι.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν