United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν λοιπόν οι Πελασγοί ηρώτησαν εάν έπρεπε να λάβωσιν ονόματα ερχόμενα από τους βαρβάρους, το μαντείον απεκρίθη : «ΛάβεΈκτοτε δε έθυον μεταχειριζόμενοι τα ονόματα ταύτα των θεών, τα οποία επί τέλους παρέλαβον οι Έλληνες από αυτούς. Πόθεν ήλθεν έκαστος των θεών; Υπήρξαν πάντοτε όλοι; Ποίον το όχημα αυτών; Ουδείς εγίνωσκέ τι, κυρίως ειπείν, μέχρις εσχάτων.

Τούτο απετέλει την δευτέραν ευτυχίαν του Μάχτου, ευτυχίαν συνεχή και λιτωτέραν έτι και της δρέψεως των ανθέων κατά παραγγελίαν αυτής. Περίεργον δε είνε ότι δεν ετόλμα ουδέ ν' αποδώση τουλάχιστον φανερώς την ευτυχίαν, ην τω επροξένει αύτη. Πριν ή ανακαλύψη το άγνωστον τούτο αίσθημα, εγίνωσκε να εκδηλοί διά μυρίων τρόπων την στοργήν αυτού προς την Αϊμάν.

Αλλ' οι χαρακτήρες του έφερον αποτετυπωμένην τοσαύτην ανίαν, ως να εγίνωσκε γράμματα και ηδύνατο να την αναγνώση, Ουδείς λόγος απηυθύνθη πλέον προς τον Πρωτόγυφτον, ουδέ παράπονον ηκούσθη, ουδ' ετόλμα τις να τω απευθύνη λέξιν. Άλλως δ' έκαστος των κατοίκων της καλύβης κατείχετο, ως και ο Πρωτόγυφτος, υπό ιδίου λογισμού και κατετρίβετο περί μέριμνάν τινα.

Ο Αριστοτέλης, ως είπομεν, ηγνόει την κυκλοφορίαν του αίματος, εγίνωσκε δε μόνον την άμεσον μετάβασίν του εις τα άκρα εκ της καρδίας και την εις τον εγκέφαλον κίνησίν του και επιστροφήν. O εγκέφαλος, ως το ψυχρότατον όργανον, ελαττώνει και κανονίζει την θερμότητα του αίματος. Της επί του εγκεφάλου επιδράσεως της πέψεως. Αι ειρημέναι λύσεις είναι ενδεχόμεναι και πιθαναί.

Δεν εγίνωσκε την αξίαν των, αλλά παρετήρει περιέργως αυτά. Είτα ανεκάλυψε την κυρίαν είσοδον του σπηλαίου και εξήλθεν εις το φως, χωρίς πλέον να λάβη ανάγκην της διά του σχοινιού αναρριχήσεως. Ταύτα συνέβησαν περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Τα τρία αγάλματα ήσαν εκ των περικαλλεστάτων, όσα παρήγαγέ ποτε η αρχαία τέχνη.

Εν τω χαλκείω ηγνοείτο πού είχε μεταβή ο Πρωτόγυφτος. Λέγομεν ηγνοείτο, καθ' όσον δεν είχεν αναγγείλει πού υπάγει. Αλλ' όμως υπήρχε τις όστις δεν είχεν ανάγκην της αγγελίας ταύτης, όπως γινώσκη πού απήλθεν ο γέρων, και ούτος ήτο ο Μάχτος. Και ότι μεν ο Μάχτος εγίνωσκε το πράγμα, τούτο είνε σαφές. Αλλ' ίσως ώφειλε να το γνωστοποιήση και προς άλλον τινά, και τούτο τον εβασάνιζεν.

Ο καιρός είχε μεταβληθή από της πρωίας, και ήτο ευδία. Ο Γύφτος εγίνωσκε καλώς τας οδούς, και ωδήγει την Αϊμάν. Ότε όμως είχον αναβή εις απότομόν τινα ακρώρειαν του Ταϋγέτου, ο Γύφτος εστάθη αίφνης διστάζων. Εκύτταζε δεξιά και αριστερά, ως να διετέλει εν αμηχανία. — Τι είνε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν ξέρω, μου φαίνεται σαν να έχασα τον δρόμο.

Ο Πρωτόγυφτος ανωρθώθη, περιήλθε δις ή τρις περί τον βράχον, και είτα τη είπε·Σηκώσου να πάμε. Η Αϊμά υπήκουσε. Τότε ήρχισαν να οδοιπορώσι διά μέσου των δρυμώνων. Η Αϊμά δεν εγίνωσκε τας οδούς και ηγνόει προς ποίαν διεύθυνσιν έπρεπε να μεταβώσι, και πού έκειτο η Μονεμβασία. Τον ηκολούθει δε μηχανικώς.

Η δύσπνοια του στήθους επετείνετο και ο φόβος του καλού απομάχου παρηκολούθει μετά προσοχής τα συμπτώματα ταύτα. Αν και εγίνωσκε την χρήσιν του ξαντού διά τα τραύματα, ποτέ δεν εφαντάσθη ότι ηδύνατο να είναι τόσον αγαθός νοσοκόμος.

Τίποτε, απήντησεν ο Βούγκος, βαρυνόμενος τους πολλούς λόγους, και μη θέλων να δυσαρεστήση τον ξένον. Εν τούτοις ο Βούγκος εγίνωσκε μετά βεβαιότητος ότι εψεύδετο ο ξένος. Λίαν πρωί της προτεραίας, απομακρυνθείς εκ του χαλκείου ο Βούγκος, είχεν ιδεί τυχαίως αυτόν επί ημιόνου καθήμενον και βαδίζοντα προς τα μεσόγεια. Ο Βούγκος δεν είπε περί τούτου λέξιν εις ουδένα, διότι εβαρύνετο να ομιλή.