United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον &διακαμόν& του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην του την απόφασιν ην είχε να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ' Παναγιώτ', αφού ησπάσθη τας εικόνας, ήλθε κ' εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν.

Οι πλείστοι των τάφων είνε απλά κηπάρια, φυτευμένα με κόκκινα γεράνια, κόκκινες περιπλοκάδες και κόκκινες δενδρομολόχες. Το δε όνομα και αι αρεταί του υπ' αυτάς αναπαυομένου αναγράφονται επί του υπερκειμένου σταυρού ή, αν τύχη η ανύμνησις αυτών πολλά μακρά, επί φύλλου χάρτου τοποθετημένου εντός ξυλίνης θήκης, όπισθεν υαλίου ή σιδηρού πλέγματος, ως δηλοποίησις πλειστηριασμού.

Ούτω τερατωδώς εις τους οφθαλμούς του ενεφανίσθησαν τα ωραία και αγγελόμορφα φαντάσματα των Νεράιδων. Επήρε τον ανασασμόν του μια, όταν ηλευθερώθη από του ημίσεως φορτίου του, και μετ' ολίγον ευρέθη κάτω εις την παραλίαν. Όπισθεν της λόχμης ήτο ευρύ μονοπάτιον.

Είχε καλήν συντροφίαν. Έπειτα συνήντησεν αρκετούς γεωργούς ερχομένους διά την μεγάλην εορτήν εις την κώμην. — Πού πας τέτοια ώρα, θεια Μυγδαλίτσα; της είπον. — Κάτι άργησες, θεια Μυγδαλίτσα! προσέθηκαν άλλοι. — Θα σε πιάσουν τα Σκαλικαντζούρια! της είπεν άλλος ποιμήν. Η τελευταία αύτη παρατήρησις την εφόβισεν ολίγον. Ήδη απέκλινε πλέον προς το όπισθεν του βουνού. Έχασε και πόλιν και λιμένα.

Το πλοίον είχε γίνει άφαντον. Την επαύριον είχε γίνει ευδία. Δεν υπήρχε πλέον η μικρά φουσκοθαλασσιά κ' ελαφρά πνοή, ομοία με τον πείσμονα γρυσμόν του μετά κόπου κατασιγασθέντος εξηγριωμένου σκύλου. Όλοι εσυλλυπούντο τον νεαρόν καπετάν-Μήτρον, και όλοι έκαμνον, όπως συνηθίζουν οι ναυτικοί, ή κατά πρόσωπον ή όπισθεν των νώτων, τας αμειλίκτους εκ των υστέρων επικρίσεις των.

Πάντοτε νέον! ενώ ημάς κατέφθασεν ήδη βραδυπατούν όπισθεν ημών το γήρας, και ήρχισε παραλύον των ποδών ημών τα νεύρα. Δεν δυνάμεθα πλέον να τρέξωμεν, αλλά βαδίζομεν όμως, και βαδίζομεν εκεί, εκεί πάντοτε, προς το φωσφορίζον είδωλον ατενώς εστραμμένοι.

Ταυτοχρόνως γλυκύτατα αντηχούσιν όπισθέν μας εν τω πελάγει οι κώδωνες των δύο ιστιοφόρων ως παρεκκλήσια λειτουργούντα, σημαίνοντες την ογδόην ωσαύτως ώραν. Μετ' ολίγον οι ναύται νιφθέντες κ' ενδυθέντες κατέρχονται εις τον θάλαμον του πλοιάρχου, καλέσαντος αυτούς, όπως προσευχηθώσιΚυριακή πρωί — κ' ευχαριστήσωσι τον άγιον Νικόλαον διασώσαντα αυτούς από της τρικυμίας.

Άλλα έπλεον πόρρω προς βορράν, άλλα κατήρχοντο προς νότον, άλλα αρμένιζαν προς ανατολάς ή προς δυσμάς, τέμνοντα σταυροειδώς τας ολκούς, τας βαθείας ορατάς αύλακας, τας οποίας άφηναν όπισθέν των τα πρώτα. Είτα πολλά ρεύματα διαχαράσσοντα το πέλαγος, από τα οποία εφαίνετο η θάλασσα ωσάν κεντητή, πεποικιλμένη. Έβλεπεν, εωσότου τα μάτια της «έκαμαν γυαλιά» να βλέπη.

Το πλείστον αυτής διήλθα εις τον κήπον του Ζενάκη, όπισθεν της οικίας του, περιφερόμενος άνω και κάτω και προσπαθών ν' αναπλάσω διά της φαντασίας τα εις τον Πύργον μας κατά την ώραν εκείνην λεγόμενα και τας περί εξαγοράς της Δεσποίνης διαπραγματεύσεις.

Συγχρόνως υπεξείλεν ηρέμα την φλοκάταν όπισθεν των ώμων του Βράγγη, μη παρατηρήσαντος αυτόν, και έφυγε τραπείς την προς την κώμην άγουσαν. Διότι, ότε επαρουσιάσθη το πρώτον προς τον Βράγγην, δεν ήλθε διά της αυτής οδού, ην ηκολούθησε και ούτος, αλλά διά της αντιθέτου.