United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν σε ερωτήση κανείς τρεις φορές επτακόσια πόσα κάμνουν, άραγε δεν είσαι εκείνος που ημπορούσες περισσότερον να ειπής ψεύδος και πάντοτε ομοίως να λέγης ψεύδη εις τοιαύτα ζητήματα, όταν θέλης να ψεύδεσαι, και ποτέ να μην απαντάς την αλήθειαν, ή ο αμαθής εις τους λογισμούς θα ημπορούσε να ψεύδεται περισσότερον από σε, όταν συ θέλης; Ή μήπως ο μεν αμαθής είναι δυνατόν πολλάκις, ενώ θέλει να ειπή ψεύδος, να λέγη την αλήθειαν χωρίς να θέλη, κατά τύχην, διότι δεν την γνωρίζει, ενώ συ ο σοφός, εάν θέλης να λέγης ψέμματα, πάντοτε ημπορείς να ψεύδεσαι εξ ίσου;

Λοιπόν δεν απεδείχθης συ προ ολίγου ότι είσαι ο ικανώτατος να ψεύδεσαι ως προς τους λογισμούς; Ιππίας. Μάλιστα, ελέχθη βεβαίως και αυτό. Σωκράτης. Αλλ' άραγε δεν είσαι και ικανώτατος να λέγης την αλήθειαν ως προς τους λογισμούς; Ιππίας. Βεβαιότατα. Σωκράτης.

Κατεδίωκε με τα σκώμματά του προ πάντων εκείνους οίτινες εφιλοσόφουν προς επίδειξιν και όχι χάριν της αληθείας• ιδών δε ένα Κυνικόν, όστις εφόρει φιλοσοφικόν τρίβωνα και είχε πήραν, αλλ' αντί βακτηρίας εκράτει γουδοκόπανον και εκραύγαζε λέγων ότι είνε οπαδός του Αντισθένους, του Κράτητος και του Διογένους, Μη ψεύδεσαι, του είπε, διότι είσαι μαθητής του Υπερίδου.

— Ο Ούρσος, άνθρωπος απλοϊκός, όστις ήξευρεν ότι ο Έλλην είχε συνοδεύση τον Βινίκιον εις το Οστριανόν και είχεν εισδύσει μετά του Κρότωνος εις την οικίαν όπου κατώκει η Λίγεια, τον διέκοψεν αμέσως: — Γέρον, μη ψεύδεσαι. Σήμερον ακόμη ήσο μετά του Βινικίου εις το Οστριανόν και μάλιστα εις την θύραν μας.

Η νέα που ευρίσκονταν εις το κρεββάτι διά δεύτερην φοράν με απέκοψεν· εσύ ψεύδεσαι, μου είπεν, εσύ είσαι μία κακότροπος μάγισσα, και δίνεις να φανερωθής αληθώς εκείνη που είσαι, επειδή και οι επίβουλοι τρέχουν ευθύς εις τους όρκους, και έχουν έτοιμα και τα δάκρυα, διά να τα μεταχειρίζωνται εις τας κακοπραξίες τους.

Σελλώσετέ μου τ' άλογα ευθύς! — Αχαριστία, ω στρίγλα μαρμαρόκαρδη, εις την καρδιάν μιας κόρης φρικωδεστέρα φαίνεσαι κι' από πελάγους δράκον! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι έχεις; Σε παρακαλώ, αυθέντα, μη θυμώνης ΛΗΡ Κατηραμένη, ψεύδεσαι!

Το Τελώνιον με θυμόν της λέγει· ψεύδεσαι, τίνος είνε το τσεκούρι και τα παπούτσια εκείνα; Λέγει η βασιλοπούλα· εγώ ούτε τα είδα, ούτε ηξεύρω τίνος είνε· ίσως με την ορμήν που ήλθες τα έφερες μαζί σου, χωρίς να καταλάβης. Μετά ταύτα δεν ήκουσα άλλο, παρά κλαυθμούς και οδυρμούς της βασιλοπούλας που αλύπητα την έδερνε, και ευθύς έφυγα μακράν απ' εκεί.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Νομίζεις ότι υπήρξεν, ή ότι είναι δυνατόν να υπάρξη τοιούτος άνθρωπος ως εκείνος τον οποίον εγώ είδον καθ' ύπνον; ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Όχι, ευγενής δέσποινα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ψεύδεσαι, και σε ακούουν οι θεοί.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Εκεί, με του Θεού την χάριν, όπου δεν φθάνετε ποτέ, εσύ κ' οι όμοιοί σου, Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είναι προδότης! Ο ΥΙΟΣ Ψεύδεσαι, βρωμο-αναμαλλιάρη! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εσύ, προδότου γέννημα! Ο ΥΙΟΣ Μ' εσκότωσε, μητέρα! Ω! φύγε συ! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Βοήθεια! Εν Αγγλία. Έμπροσθεν του βασιλικού ανακτόρου. ΜΑΛΚΟΛΜ Ω! έλα να καθίσωμεν παράμερατον ίσκιο, κι' ας ξεθυμάνη εις δάκρυα η πίκρα της καρδιάς μας.

Σε λοιπόν, και αν μέτρια έλεγες καλά και αληθινά πράγματα, Πιττακέ, δεν ήθελά ποτε σέ κατακρίνη. Τώρα όμως, επειδή, εν ώ ψεύδεσαι δυνατά εις τα σπουδαιότερα πράγματα, νομίζεις ότι λέγεις την αλήθειαν, δι' αυτό εγώ σε κατακρίνω». — Αυτά μου φαίνεται, Πρόδικε και Πρωταγόρα, είπον εγώ, είχε προ οφθαλμών ο Σιμωνίδης και έκαμεν αυτό το ποίημα. Και ο Ιππίας είπε·