Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Τα δε μεγαλείτερα εκ των αυγών εκείνων χρησιμοποιούνται και ως καλύμματα της κεφαλής• το ήμισυ εκάστου εξ αυτών αρκεί διά να καλύψη την κεφαλήν. Εκεί λοιπόν παρά τα αυγά ενεδρεύουν αι διψάδες, και όταν πλησιάση άνθρωπος, εξέρχονται εκ της άμμου και τον δαγκώνουν, αυτός δε παθαίνει εκείνα τα οποία ανέφερα, και όσον πίνει τόσον περισσότερον διψά και ουδέποτε κατορθόνει να χορτάση νερόν.

Και με όλον που το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός εις μίαν στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, που του έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του φέρωμεν και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει.

Όξω οι πισκέφτες! όξω!.. Ο Βεργής πήγε να λιγοθυμήση που τάκουσε. Πώς ήθελε ο άμοιρος, νάταν αιώνας η στιγμή, να χορτάση την ακριβή του γυναικούλα! — Όξω οι πισκέφτες! όξω! όξω! ακούστηκε άγρια τόρα του φύλακα η φωνή. Ο Βεργής εχλώμιασε πλιότερο. Δάκρυ πικρό θόλωσε υγρά τα ματόκλαδά του κ' εκύλησε κάτω.

Αλλά την έκστασιν ταύτην διακόπτει αίφνης ο Μεφιστοφελής, το σατυρικόν πρόσωπον του δράματος, άνθρωπος θετικός, βλέπων τα πράγματα οποία είναι και ονομάζων αυτά με το όνομά των, όστις ίνα εξήγηση εις τι συνιστάται η έκστασις των εραστών παραδίδεται επί της σκηνής εις τας χειρονομίας εκείνας, δι' ων επράυνεν ο Διογένης τους ερωτικούς του πόθους, λυπούμενος, ότι δεν ηδύνατο με τον αυτόν τρόπον και την πείναν του να χορτάση.

Εκινδύνευε να βυθισθή εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει διά να ανατρέψη πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμη, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίη εκατόν καράβια και να μη χορτάση. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο.

Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η πείνα.

Εν συνόλω δεν υπήρχον ολιγώτερα των δέκα παραθύρων. Η τράπεζα ήτο μεγαλοπρεπώς στρωμένη. Εκαλύπτετο σχεδόν όλη από αργυρά σκεύη και ήτο υπερπλήρης από λεπτά εδέσματα. Τοιαύτη δε πληθώρα εδεσμάτων υπήρχεν, ώστε ηδύνατο να χορτάση λαός γιγάντων. Εις όλην μου την ζωήν δεν παρευρέθην ποτέ εις τόσην αφθονίαν και τόσην αγρίαν επίδειξιν.

Έκλεβε στα ονειρεμένα τα φτερά της τα ουράνια της ζωής αρώματα, της υγείας τα μεθυστικά και πλούσια μύρα. Τάμπωχνε απαλή, γλυκύτατη ανάπνια του γιαλού. Τανέβαζε και τάπλωνε στο χωριδάκι το φτωχό, που κρέμεται στο βουναράκι πάνω. Ωστόσο στο μικρό το καφενεδάκι μέσα πήχτρα ο κόσμος. Όλο το χωριό ήρθε κ' εκλείστηκε να τη χορτάση. Βελόνι νάριχτες τόπο δε θάβρισκε στο πάτωμα να πέση.

Ορμά τότε ο λέων όπως κατασπαράξη το θύμα του και χορτάση την πείναν του· αλλ' άμα πλησιάσας τον Ανδροκλήν, παρατηρεί αυτόν μετά προσοχής, οπισθοδρομεί, καταπραΰνει το άγριον ύφος του, και μετ' ολίγον πλησιάζει πάλιν αυτόν, ουχί πλέον διά να κατασπαράξη, αλλά διά να ασπασθη τον παλαιόν του φίλον και ευεργέτην. Οι θεαταί δικαίως εκπλήττονται ενώπιον του παραδόξου τούτου θεάματος.

Γιατ' η γενιά των και των δυο κρατά απ' τον Ηρακλείδη και φθάνει λογαριάζοντας ως το στερνό Ηρακλέα. Όταν χορτάση πίνοντας το μυρωδάτο νέκταρ κ' έρχεται στης γυναίκας του να γύρη την αγκάλη, στον ένα τη φάρετρά του δίνει και το δοξάρι, στον άλλο δίνει το βαρύ με ρόζους ρόπαλό του. Κι αυτοί, κρατώντας τάρματα, τον φέρνουνε κ' οι δυο των το γυιό του Δία στην κάμαρα της ασπροπόδας Ήβης.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν