Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Ένα χρόνο αλάκαιροτι χρονιά είταν εκείνη! — έζησα... όχι! δεν έζησα, μου φαίνουνταν πως άλλαζε η ζωή μου· ξάνοιγε κάθε μέρα, ξεσκεπάζουνταν κάθε μέρα παραπάνω η ομορφιά κ' η ψυχή της· κάθε μέρα με κάθε καινούριο θησαβρό που μου φανέρωνε, έννοιωθα, σαν την αβγή, αγάπη καινούρια να χαράζη. Είταν η Μοιρίτα δική μου· τι δεν κατώρθωνα, τι δεν μπορούσα να καταφέρω για μια τέτοια κόρη!

Τόχτισαν όπωςόπως οι γέροι στον καιρό του Καποδίστρια· σκεπή ζήταγαν να βάλουν το κεφάλι τους και τίποτ' άλλο. Μα χρόνο με το χρόνο το σπίτι γέραζε και πλήθαινε η φαμελιά. Ήρθ' ένα παιδί, ήρθε άλλο· πού να μας χωρέση! Το σπίτι αδυνάτιζε και τα πόδια των παιδιών δυνάμωναν, δυνάμωναν στα καλά. Κάθε πήδημα του παιδιού και μια πληγή στο πάτωμα.

Να, λοιπόν πού μπορούσαν να πηγαίνουνε κάμποσα χρήματά μας. Γιατί, σημειώστε το καλά, δε μιλούμε μονάχα στους πλούσιους, μιλούμε σ' όλους, και σε κείνους που μόνο μια δεκάρα μπορούν για το γενικό καλό να χαρίσουν το χρόνο.

Γουαί, γουαί! φίου! . . . Ακούστηκε και του γιδάρη η στριγγιά σαλαγή και το ψηλό σούρισμα, και χέρι χέρι νάτος μας πρόβαλε ξαφνικά μπροστά. — Καλμέρα σας. Μας χαιρέτισε ορθός με την αγκλίτσα 'στο χέρι και με την τραβατσίκα 'ςτόν ώμο. — Τον ανάποδό σου το χρόνο, στραβόξυλο του διατάνου, του λέει ο Αρβανίτης. Μέρα για μεσάνυχτα είνε τώρα, ωρέ χαντακωμένε; Τι την κακή σ' καλημερνάς;

Αν κι' είχαν ακουστά όλες οι γυναίκες της συνοδειάςγιατί είταν αγέννητες τότε, — ότι ο Κώστας της Κώσταινας έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά, πάλι αναστέναξαν, σαν άκουσαν τη φριχτή αλήθεια, — λέγω φριχτή, γιατί οι πλειότερές τους είχαν άντρες και αδέρφια στην Ξενιτειά, ποια ένα χρόνο, ποια δυο και ποια τρία.

Κείνο βγήκε πολύ θεληματάρικο, απαιτούσε πάντοτε «το δικό του να γένη». Αυτή ήτον πολύ αψίθυμη, και δεν έκαναν καλό χωριό οι δυο τους. Τέλος, το παιδί μπαρκάρησε, «πήρε τα μάτια του κ' έφυγε», και τον δεύτερο χρόνο επνίγη μ' ένα καΐκι που αρμένιζε. Και πάλι η θεια Μορισίνα απέμεινεν έρμη και μοναχή. Και τώρα εγήραζε, κ' εδιψούσε για συντροφιά, μέσα στους τέσσερες τοίχους του σπιτιού της.

Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι. Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα. Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ' όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο στην εικόνα του Αγίου Νικόλα.

Προτιμώ ένα ψαρά, ένα ναύτην ή γεωργόν που δεν μεγαλοπιάνεται, αλλά λέει λίγα και δίνει πολλά• αυτοί όμως που φορούν τα λοφεία και διηγούνται πολέμους και ανδραγαθήματα, μόνον αέρας φρέσκος είνε, Παρθενί. ΜΙΚΥΛΛΟΣ. Κακό χρόνο νάχης, αναθεματισμένε πετεινέ, φωνακλά και φθονερέ.

Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστή και έξω από τα στενα πλαίσια του νησιού της. Το 1899 αφήνει για πρώτη φορά τη γενέθλια πόλη και μεταβαίνει στο Καλίαρι, όπου γνωρίζεται με τον μέλλοντα σύζυγό της, τον οποίο παντρεύεται τον επόμενο χρόνο και μετακομίζει μαζί του οριστικά στη Ρώμη. Εκτός από τα παραπάνω έγραψε και πληθος διηγημάτων καθώς και μερικά ακόμη μυθιστορήματα.

Η Μιλάχρω του έκαμε παρατηρήσεις υπόπτους, πλην ο Μπάρμπα-δήμαρχος ετοίμως απήντησεν ότι αν τρατάρη, τρατάρει ς' το χρόνο μια φορά τον γέρο-Νικολά τον ψαράν, ο οποίος κάθε Πάσχα συνήθιζε να δίδη εις τον Μπάρμπα-δήμαρχον κανένα χταπόδι, ως δώρον, τα οποίον τω εφαίνετο τότε νόστιμον ως κρέας.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν