Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Είτανε μα την αλήθεια Πρόνοια και μας έφερε τον Αθανάσιο την κρίσιμη αυτή στιγμή, να σοφιστή και να πράξη όσα ο Κωτσαντίνος δεν είτανε φυσικό του μήτε να πράξη μήτε να σοφιστή. Λες κ' άδραξε την ηθική και τη διανοητική διοίκηση της χώρας στα πιδέξιά του χέρια, καθώς ο Κωσταντίνος την πολιτική διοίκηση.

Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει· πάνε οι δόξες μας! Τα ερρούφηξεν όλα η Μαύρη θάλασσα. Τόρα, δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και τον Θεό. Υγειά στα χέρια σου! Δούλεψε παιδί μου και τίμα τον θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν' ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου». Εσταύρωσα τα χέρια μου, εκύταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα.

Αμέσως κατέβηκε στο νου των γραμματισμένων Ρωμιών μια θύμηση κ' ένας συλλογισμόςμήπως κάνουν και τίποτε άλλο οι τωρινοί Έλληνες από εύκολους συλλογισμούς; ― Και είπαν οι γραμματισμένοι: «Όπως στο Ρωμαϊκό αρχαίο κράτος, άμα δόθηκε ισοπολιτεία σ' όλους τους λαούς, οι Έλληνες κατάφεραν κ' έκαναν το Ανατολικό τμήμα του σιγά σιγά κράτος Ελληνικό, παίρνοντας την πολιτική εξουσία στα χέρια τους, ― έτσι και στο Τούρκικο το κράτος, που κι αυτό κατάχτησε την Ανατολή, αφού τώρα δόθηκε η ισοπολιτεία, οι Έλληνες πάλι θα πάρουν σιγά σιγά την πολιτική εξουσία στα χέρια τους και θα κάνουν πάλι το κράτος Ελληνικό.

Τους βλέπω ακόμα πλάι πλάι, με τα χέρια γεμάτα άνθη, με τα μάγουλα κοκκινισμένα να πηγαίνουνε μιλώντας από τη μεγάλη αυλή στην ανοιχτή βεράντα. Τα μαλλιά της είτανε τόσο μαύρα, τόσο ξανθά είταν τα δικά του, μα τα βαθιά γαλανά μάτια και των δυο είτανε τα ίδια. Ο ένας με τον άλλον είταν η πιο παράξενη αντίθεση κι όμως μοιάζανε περσότερο παρότι μοιάζουν πάντα μητέρα και παιδί.

Τέλος τον έντυσαν το λάστιχο, εφόρεσαν την ατσαλένια περικεφαλαία, του έζωσαν τη ζώνη με τα γατζούδια στη μέση, του εκρέμασαν τα μολύβια στην τραχηλιά, λαστιχένια βραχιόλια στα χέρια, παπούτσια μολυβοπάτωτα στα πόδια. Μόλις εκατόρθωνε να κινηθή από το βάρος.

Μια εσήκωσε τους ώμους της κ' εζάρωσε τα χείλια με φανερή δυσπιστία, άλλη κάτι εμουρμούρισε και άλλη πάλι εστεκώτανε μπροστά του με σταυρωμένα χέρια σαν νάλεγε — «δεν το κουνώ από δω, α δε λάβω τον παρά μουΕίδε αυτά όλα ο ναύτης και υποσχέθηκε να πουλήση ό,τι κι' αν είχε να της ξεπλερώση, να ελαφρωθή από το βάρος.

Μωρέ, άφης τα λόγια, του είπεν ο Νικολάκης, γιατί αν σ' ακούση και σου χυθή, όλοι δεν θα μπορέσωμε να σε γλυτώσωμ' απού τα χέρια του. Αυτός είνε, μωρέ, θεριό· δεν τόνε θωρείς; Ο Μανώλης ενθαρρυνθείς από την πρώτην επιτυχίαν, κατεγίνετο, ενώ εξηκολούθει να χορεύη, εις νέον αυτοσχεδίασμα.

ΓΛΟΣΤ. Μα τους θεούς, είν' αίσχος σου να μου τραβάς τα γένεια! ΡΕΓ. Προδότη! Δεν εντρέπεσαι ταις άσπραις σου ταις τρίχες! Εδώ σας 'φιλοξένησα! Τα ληστρικά σας χέρια τον φίλον, που σας δέχεται, θα τον κατασπαράξουν; Τι θέλετε; ΚΟΡΝ. Να μας ειπής τι γράμματα σου ήλθαν από τον Γάλλον: ΡΕΓ. Ξάστερα ν' αποκριθής, διότι τα πάντα τα γνωρίζομεν.

Αλλ’ αν κανείς απότολμα, με χέρια ή λόγια, κάμνει και ούτε τους θεούς σέβεται ούτε των θεών την Δίκην, κακή ας τον συνεπάρη μοίρα για την ανοσίαν τόλμην του.

Έννοια σου, παιδί μου, είπε λαχανιασμένος ο αγαθός γέροντας, σκύβοντας απάνω του. Έννοια σου, και θα σε κάνω καλά εγώ. Κουράγιο μόνο! Να ιδούμε τώρα τη λαβωματιά σου. Του σήκωσε τα ρούχα του, πήρε απ' τα χέρια του παιδιού της σπετσαρίας, που ήρθε κοντά του, τα χρειαζούμενα, και άρχισε να πλένη και να καθαρίζη την πληγή. — Αίμα σου ήρθε απ' το στόμα; τον ρώτησε. — Όχι! είπε ο Γιώργης.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν