Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Τα κουπιά σαν φτερούγες ψαριού ήγγιζαν το νερό, που υπεχώρει, το νερό, που τόσον εύκαμπτον και όμως τόσον ισχυρόν είναι, που έχει ράχην διά να φέρη επάνω του και φάρυγγα διά να καταπίνη, που ηπίως μειδιά, που αυτήν την μαλακότητα αλλά όμως και τον φόβον ενσταλλάζει, που είναι ικανόν να κατασυντρίψη.

Ο αρχιμάγειρος από τον φόβον του έμεινεν εκστατικός και άφωνος· και όταν συνήλθεν εις τον εαυτόν του επλησίασε διά να σηκώση τα ψάρια που είχαν πέσει εις την στάκτην, και τα ευρίσκει μαύρα ωσάν κάρβουνα, οπού δεν εχρησίμευον πλέον δια την τράπεζαν του βασιλέως.

Ο Βαγγέλης από το δωμάτιόν του ήκουε την φωνήν της Κατερνιώς, ήτις διεμαρτύρετο λέγουσα: — Και ποια είμ' εγώ! ...Θάρρεψε πως ήμουν καμμιά σαν τα μούτρα του, ο χαμένος! ...Αν δεν του σπάσω το κεφάλι του, να το κάμω μακρουλό και κούφιο και πλακαρό, σαν το λαγούτο του, να μη με λένε Κατερνιώ. Ο οργανοπαίκτης, αισθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δε και φόβον κ' εντροπήν, δεν εξήλθεν ως το βράδυ.

Εν τούτοις οι ημίσεις των Κορινθίων, οι οποίοι έμενον φυλάσσοντες την Κεγχρειάν διά τον φόβον μήπως οι Αθηναίοι, πλεύσουν κατά του Κρομμυώνος, δεν ηδύναντο να ίδουν την μάχην, διότι ευρίσκετο εις το αναμεταξύ το Όνειον όρος· αλλ' άμα είδον τον κονιορτόν ενόησαν τα διατρέχοντα και έτρεξαν αμέσως εις βοήθειαν.

Εγώ τον καιρόν που την εκατέβαζον, επλησίασα εις εκείνο το μέρος, που απόθεσαν το ξυλοκρέββατον, και εν τω άμα που έκλεισαν την τρύπαν, άρπαξα τα ψωμιά και το νερόν της γυναικός, και της έδωκα ένα ράπισμα· αυτή από τον φόβον της απέθανεν ευθύς, ως τόσον εγώ έζησα και άλλας μερικάς ημέρας.

»Όλοι ήκουσαν εν εκστάσει την δικαιολογίαν ταύτην και μεθυσμένοι εφώναζαν: »— Κάμε το! Κάμε το! »Εκείνος απήντησε: »— Θα μου εχρειάζοντο φίλοι πιστότεροι και πλέον αφοσιωμένοι. »Ανησύχησα κατ' αρχάς ακούων τους λόγους τούτους, επειδή είσαι εις την Ρώμην, συ, φιλτάτη μου. Τώρα γελώ με τον φόβον μου εκείνον.

Η διήγησις του γέροντος Φ. ήτο ζωηρά εις την μνήμην μου κ' έβλεπα την αράχνην, ακίνητος, εκπεπληγμένος, αν θέλετε δε, και μέ τινα δεισιδαίμονα φόβον! Αλλ' άμα παρήλθεν η πρώτη έκπληξις, άρχησα να σκέπτωμαι, διατί ευρέθη εκεί η αράχνη και προπάντων, πώς εμβήκε; Τα φορέματα είχα τοποθετήση και τυλίξη με το σινδόνι εγώ αυτός και ο ίδιος εκλείδωσα τον μάρσιππον.

Ο καιρός ήτο πνιγηρός, και αι δεσποινίδες εξέφραζαν τον φόβον των διά μίαν καταιγίδα, που εφαίνετο να προετοιμάζεται από τα σταχτερά και συμπυκνωμένα σύννεφα τριγύρω εις τον ορίζοντα. Εξηπάτησα τον φόβον των σφετερισθείς γνώσιν του καιρού, αν και ήρχισα και εγώ ο ίδιος να προαισθάνωμαι ότι η διασκέδασίς μας θα υφίστατο κάποιον ατύχημα.

Και επειδή εις την πολιτείαν εκυρίευεν ένα είδος λοιμικής νόσου απέθνησκον πολλοί· όθεν σχεδόν καθ' ημέραν εκατέβαζον ένα νεκρόν με ένα ομού ζωντανόν, μετά επτά ψωμιά και το νερόν του· εγώ με τον ίδιον τρόπο τους τα άρπαζα, έπειτα με ένα ξύλον τους έδιδα μίαν ή δύο ξυλιές εις το κεφάλι, και εκείνοι από τον φόβον τους απέθνησκον εν τω άμα.

Τους παίδας, οίτινες συνείθιζον να ίστανται προ του δεσποτικού καγχάζοντες και ατακτούντες, απώθησε κάτω-κάτω, και επέβαλεν αυτοίς σιωπήν και φόβον.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν