United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με όλον τον φόβον, και την αγωνίαν, και την αμβλύτητα της διανοίας, ήτις, κατά την ιδίαν ομολογίαν των, ήτο τόσον βραδεία εις το συνιέναι, επέλαμψεν επ' αυτούς τότε η τρέμουσα και αμυδρά ελπίς, ήτις έμελλε ταχέως να γείνη ακλόνητος πεποίθησις, ότι ο Ιησούς όντως ηγέρθη εκ νεκρών.

Αύτη άμα με είδε πάλιν να ξαναπάγω εκεί με εκύτταξε με βλέμμα φοβερόν, που μου επροξένησε φόβον, και άρχισε να μου λέγη· δυστυχισμένε, ύστερα από τόσους φοβερισμούς, που σου έκαμα, ακόμα τολμάς να φανής εδώ; φεύγα το λοιπόν ογλήγορα από εδώ· τώρα ευθύς κάνω και σε θανατώνουν.

Και τόρα λοιπόν; Ημείς τι λέγομεν; Τι πρέπει να κάμωμεν; Άραγε να απολογηθώμεν ωσάν να μας κατηγόρησε κανείς εμπρός εις ασεβείς ανθρώπους, και ως να δικαζώμεθα διά την νομοθεσίαν, και να λέγουν ότι είναι τρομερόν πράγμα να νομοθετούμεν δι' αυτούς ωσάν διά θεούς; Ή θα τους αφήσωμεν εις την διάθεσίν των και θα προχωρήσωμεν πάλιν εις τους νόμους, μήπως γίνη κάπως το προοίμιον εκτενέστερον από τους νόμους; Διότι ο λόγος εκτεινόμενος δεν θα γίνη σύντομος, εάν πρόκειται διά μερικούς που θέλουν να είναι ασεβείς άλλα μεν να αποδείξωμεν επαρκώς με επιχειρήματα, δηλαδή όσα έλεγαν ότι πρέπει να αναπτύξωμεν, δι' άλλα δε να τους εμπνεύσωμεν φόβον, δι' όσα δε είναι πρέπον να τους κάμωμεν να στενοχωρούνται, και τότε πλέον να νομοθετήσωμεν.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ Ομιλεί περί μέλλοντος κινδύνου και οι λόγοι του εμφαίνουν φόβον. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Σ' εξορκίζω εις την προς εμέ πίστιν σου, μη αναβάλλεις να μοι είπης ό,τι έχεις. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Συ γνωρίζεις καλώς πόσην αφοσίωσιν έχω προς σε και προς τα τέκνα σου. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ναι, τωόντι, σε γνωρίζω πιστόν και αρχαίον λάτρην του οίκου μου.

Αφού εμίλησε κάμποσο άρχισε να διακόπτεται, καθώς ένας ο οποίος έχει να πη κάτι ακόμη και δεν τολμά να το εκφράση· τέλος μου ωμολόγησε, με συστολήν και φόβον, ποίας μικράς οικειότητας του επέτρεπε και τι προσέγγιση του εσυγχώρει.

Εγώ έμεινα εις το δένδρον έως την αυγήν και τότε κατέβην ημιθανής από τον φόβον μου και στοχαζόμενος την δυστυχίαν των συντρόφων μου, εις την οποίαν εκινδύνευε και η ιδική μου ζωή, ήλθον εις απελπισίαν διά να ρίψω τον εαυτόν μου εις την θάλασσαν, να ενταφιασθώ καλύτερον εις τα κύματα, παρά εις τα θηριώδη εντόσθια του όφεως.

Ο Πλειστοάναξ ούτος είχεν εξορισθή άλλοτε επί τη υποψία ότι είχε δωροδοκηθή και εκκενώσει την Αττικήν· καταφυγών δε εις το Λύκαιον όρος της Αρκαδίας κατώκει διά τον φόβον των Λακεδαιμονίων εις οικίαν συγκοινωνούσαν κατά το ήμισυ μετά του τότε ιερού του Διός.

Ο άρπαγος αυτός, ευθύς που εκηρύχθη διά βασιλεύς, ηθέλησε να με πιάση και να με θανατώση, διά να μην έχη πλέον φόβον από το μέρος μου. Μα ο βεζύρης μου με την φρονιμάδα του ηύρε τον τρόπον διά να με βγάλη από τον θυμόν του τυράννου· όθεν με επήρε μίαν νύκτα και εφύγαμεν, και από κρυφές στράτες εφθάσαμεν εις την Θέμπα. Επήγαμεν, λοιπόν, και εκατοικήσαμεν εις την βασιλεύουσαν.

Έκαμα να σηκωθή μία φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον που τον έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα εις παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν μου. Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της νυκτός, και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα.

Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν, αλλ' ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδόν του και τους ελήστευσεν. — Είνε άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα. Τα παιδία τον εκύτταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησεν εν τω μεταξύ ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη και μετέδωκε θάρρος εις τον Αργύρην.