United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μερικοί από τους συντρόφους μου εκατάλαβαν, ότι εκείνο δεν ήτο νησί, αλλά μία χελώνα θαλασσινή, και όταν αγροίκησε την φωτιάν ετινάχθη και βλέποντας που ήθελε να βυθισθή εις την θάλασσαν, έτρεξαν εις το καΐκι και εφώναξαν όσους είδον εκεί πλησίον.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ Το λογισμό σου μη τον φέρνης εσύ πάντα γύρω από τον εαυτό σου• άφ' τη σκέψι απ' τον αγέρα νάρθη ψηλοκρεμαστή, — σαν το μπούρμπουλα δεμένη απ' το πόδι με κλωστή. Βρήκα μια καταστροφή για τη δίκη, πιο σοφή, οπού και συ επίσης μ' εμέ θα συμφωνήσης. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και ποια λοιπόν απ' όλες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Εις τους φραρμακοπώλες είδες την πέτρα την καλή, τη διάφανη, που την φωτιάν ανάφτουν;

Εις την απορίαν μου εσκέφθηκα να υπάγω να εύρω τους λεγομένους φιλοσόφους, να τεθώ εις την διάθεσίν των και να τους παρακαλέσω να με μεταχειρισθούν όπως θέλουν και να μου υποδείξουν ένα απλούν και ασφαλή τρόπον ζωής. Με τοιαύτας σκέψεις επήγα προς αυτούς, αλλά δεν ενόησα ότι έπεφτα εις την φωτιάν, κατά το λεγόμενον, διά ν' αποφύγω τον καπνόν.

Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά να ψήσωσι καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ των ευωδών θάμνων δέσμας σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών, και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και στρωτά να σκουπίζωσιν άλλαι το έδαφος του ναού, άλλαι το προαύλιον· ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον, και όλον το ιερόν βήμα.

Διότι, αν παρεδεχόμεθα τούτο, θα υπεστηρίζομεν ευκόλως, ότι, όταν το ζυγόν παρουσιασθή, το μονόν και τα τρία παίρνουν και φεύγουν· και διά την φωτιάν και το ζεστόν και τα άλλα θα εσυζητούσαμεν με τον ίδιον τρόπον, ή όχι; Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης.

Ησθάνετο την ανάγκην να έχη συντροφιάν την πνοήν της μητρός του,. . Ευτυχώς η μήτηρ του τού είχεν αφήσει και άλλην συντροφιάν, την φωτιάν την οποίαν είχε θρέψει με ξύλα πολλά και κουτσούρες επίτηδες, και αφού την περιώρισε μεταξύ πλακών και λίθων, μακράν παντός ξηρού χόρτου ή θάμνου χλωρού ή ρίζης δένδρου, είπεν ότι την αφίνει «για συντροφιά» και δεν την έσβυσε.

Κανείς όμως δεν ευρήκε ποτέ φάρμακον εναντίον της κακής γυναικός, η οποία και από την έχιδναν και από την φωτιάν είναι τρομερωτέρα. Τόσον κακόν είμεθα ημείς διά τους ανθρώπους.

Τα πάθη των κυρίων των αυτοί τ' αναγριώνουν και ρίχνουν λάδι'ς την φωτιάν και εις τον πάγον χιόνι, και λέγουν όχι, λέγουν ναι, και 'σάν τας αλκυόνας την μύτην στρέφουν και γυρνούν με κάθε τρικυμίαν, με κάθε αλλαξοκαιριάν εκείνου 'πού δουλεύουν, και μόνον 'ξεύρουν, σαν σκυλιά, κατόπιν του να τρέχουν. Προς τον Οσβάλδον Ανάθεμα τα μούτρα σου τα σεληνιασμένα!

Αν είχαμεν ολίγην φωτιάν εις αυτόν εδώ τον αγριόκαμπον, θα ήτον ωσάν την καρδιάν ενός παραλυμένου γέρου: — μια μικρή σπίθα εις ένα μέρος και όλον το επίλοιπον σώμα παγωμένον. — Κύτταξε εκεί! Μια φωτιά περπατεί κ' έρχεται κοντά μας. ΕΔΓΑΡ Δαιμόνιον είναι αυτό που έρχεται! Το βλέπεις; Εβγαίνει έξω, αφού σημάνη ο εσπερινός, και περπατεί έως, να πρωτοκράξη ο πετεινός.