United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στες 3 η ώρα έπιασε τρομερή βροχή με νερό καταπράσινο, Και στες 5 η ώρα ήρθε το χαμπέρι που νίκησαν η σύμμαχες δυνάμεις τη Ρωσία στην Κριμαία και σήκωσαν στο Κάστρο τες σημαίες της Τουρκίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Σαρδηνίας.

Όταν ήρθε την τελευταία φορά να μας πει πως παντρεύεται την Γκριζέντα και να συμβουλεύσει τη Νοέμι να δεχτεί τον Πρέντου, τον έδιωξε και ήταν τρομερή, όπως την είδες τώρα. Κι εκείνος έφυγε κλαίγοντας.

Πέθανεν από τον καϋμό της για την τρομερή συμφορά και με τούτα τα στερνά λόγια στα χείλη της: — Πιαστήκαμαν από λίγους παράδες, και πήρε ο νου σας αγέρα, παιδιά μου. Χαλασιές και φουρτούνες μας! Ποιος να τούξερε τι θα μας εύρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου!

Άμα προετοίμασε την θυγατέρα όπως αρμόζει του σκοπού του, ο Πρόσπερος κράζει τον αέριον υπηρέτη του, τον Άριελ, και αφού πρώτα επληροφορήθηκε ότι τούτος εκτέλεσε πιστά τες διαταγές του, εις τρόπον ώστε η τρομερή τρικυμία, ενώ εχώρισε τους εχθρούς του από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, τους έβγαλε όμως άβλαπτους εις το έρημο νησί, ετοιμάζεται να εξακολουθήση το έργον του, με το πνεύμα.

Μα κι αν είχαν τη δύναμη και τη θέληση να της προσφέρουν ταθάνατο βοτάνι που ανεσταίνει τα έθνη, πάλι τα όργια τους θα την ξανακύλιζαν αποκαμωμένη, κι ανίκανη να σταθή καθώς άλλοτε παντοδύναμη, λαμπρή, και πεντάμορφη. Ο Πομπώνιος, που κι Αττικός ονομάστηκε, με βοήθειες σταλήθεια βασιλικές παρηγόρησε τη ρημαγμένη την Αθήνα ύστερ' από την τρομερή της καταστροφή.

Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα λαρύγγια δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε τρόπο, βραχνά, πένθιμα, παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... Όλοι το έλεγαν και το αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή στην ψυχή τους.

Εγώ όμως ήλθα χωρίς να ξέρω τίποτε, ο Οιδίπους, λύω το αίνιγμα και την τρομερή την σφίγγα φθείρω. Από τον θρόνο ωρκίσθηκες ν’ απομακρύνης εμέ, σιμά στον Κρέοντα να βασιλεύης. Μου φαίνεται πως κλαίοντας και οι δύο τας Θήβας θ’ αφήσετε° το μίασμα μαζί θα φύγη. Τα γερατειά αν δε σεβόμουν θα ’βλεπες ποία ανταμοιβή θα λάβαινες στους λογισμούς σου.

Οι κυράδες του όμως βρίσκονταν εκεί, στον πάγκο και τον κοίταζαν: η ντόνα Έστερ γριά και με βλέμμα σχεδόν ικετευτικό, η ντόνα Νοέμι χαμογελαστή, αλλά πιο τρομερή απ’ ότι όταν ήταν αυστηρή.

Οπισθοχωρούσε μπροστά στα βάσανα, σαν μπροστά σε κάτι που μπορούσε να χαλά και να κολοβώνη τη ζωή του ανθρώπου και φαίνεται πως είχε περιπλανηθή μέσα σ' εκείνη την τρομερή κοιλάδα της μελαγχολίας, απ' την οποίαν τόσα μεγάλα, ίσως μεγαλύτερα, πνεύματα ποτέ πια δεν ανάκυψαν.

Αυτή ζη και μεγαλώνει και σκορπιέται σαν τον υδράργυρο, και πάλι μαζώνεται, και πάλι σκορπιέται, και τρέχει και χύνεται μέσα σε χίλιες τρύπες που το δαχτυλάκι του δεν μπορεί να χωρέση. Χίλιες φορές είχαν αφορμή να τη σπουδάζουν, κ' οι παππούδες σου, κ' οι πατέρες σου, κ' η αφεντειά σου ακόμα, την τρομερή τη δύναμη αυτής της μικρούτσικης σφίγγας, κι ακόμα θαρρώ πως δεν την καλονοιώθει ο νους σου.