Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Αλλά τώρα; Τώρα, ελεεινός και εξουθενωμένος ζ α ρ ώ ν ε ι εις την υπ' αυτού νομιζομένην μάλλον ασφαλή θέσιν της κ α β ί ν α ς του, κάτωχρος και περιδεής και τρέμων εκ φρίκης μήπως και η ειρηνικοτέρα του κίνησις αναρριπίση πάλιν και εξαγριώση την βδελυράν επανάστασιν των ιδίων αυτού εντέρων. Εκεί θα συναντήσωσι μίαν φιλάρεσκον ταξειδεύτριαν.

Ολόκληρος τρέμων επλησίασα ψηλαφητί προς τον τοίχον, αποφασισμένος να πεθάνω εκεί, παρά ν' αντιμετωπίσω το τρομερόν πηγάδι, το οποίον η φαντασία μου επολλαπλασίαζε και έθετεν εις διάφορα σημεία του μπουντρουμιού μου.

Πόσες βολές θέλεις να σου το πω πως δεν τήνε θέλω την Πηγή και χρουσή να μου τήνε κάμουνε; Εγώ τη Ζερβουδοπούλα θέλω και τη Ζερβουδοπούλα θα πάρω. Ο Σαϊτονικολής έμεινε κατάπληκτος, διότι δεν επερίμενε τόσην αυθάδειαν. — Για ξαναπέ το, μωρέ, ξαναπέτο αυτονά πούπες! είπεν ημιανεγερθείς και τρέμων εξ οργής συγκρατουμένης. — Το λέω και το ξαναλέω. Εγώ τη Ζερβουδοπούλα ...

Αλλ' ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών απήγαγον την Αϊμάν, ο Πρωτόγυφτος, τρέμων εκ της απειλής ην είχεν ακούσει, εστράφη προς τον Βούγκον και είπε τας ανωτέρω παρατεθείσας λέξεις, ο δε Μάχτος ηδυνήθη να τας ακούση ως εν ονείρω κατ' αρχάς, και επί πολύ εβόμβουν εις τα ώτα του χωρίς να εννοή τίνα έννοιαν είχον.

Ο Πρωτόγυφτος έφερε την χείρα εις την κεφαλήν, και τα είχε χάσει από πολλού, ώστε ήτο απηλλαγμένος της ανάγκης του να ομιλήση. — Επληροφορήθην την αισχράν διαγωγήν σου, επανέλαβεν ο αρχηγός. Αλλά δεν θα φέρης εις πέρας τον σκοπόν σου. — Ορισμός σας, αφέντη, ετραύλισε τρέμων ο Πρωτόγυφτος. — Ποίος δαίμων σ' ενέπνευσε να πωλήσης την κόρην σου; είπεν αμειλίκτως ο αρχηγός.

Τότε διέκρινα μετά φρίκης, ότι αι χείρες του ήσαν καθημαγμέναι και κηλιδωμένον το ένδυμά του. Κρύος ιδρώς με περιέλουσεν! — Ω! Κιαμήλ έχυσες αίμα! — Όχι! είναι μόνον το αίμα του βρυκόλακα, του σκοτωμένου. — Και τίνος σκοτωμένου ήτον ο βρυκόλακας; ηρώτησα εγώ τρέμων καθ' όλα μου τα μέλη. — Αυτού που σκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, απεκρίθη εκείνος.

Διά την Αϊμάν; — Ναι. — Της θέλει κακόν; — Βέβαια. — Και σαν τι κακόν της θέλει; — Όλα τα κακά. — Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Θέλει να την πάρη. — Να την πάρη; — Βέβαια. — Τι πάρσιμο είν' αυτό; — Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος. — Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα. — Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος. — Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα.

Και ήρχιζε να φωνάζη ο ποιμήν: — Κολλήγα! Κολλήγα! Μωρέ Κολλήγα! Και η φωνή του μη προσκόπτουσα εις τα δένδρα και εις τας φάραγγας εκυλίετο βραγχνή και άχρους επί των χιόνων παγώνουσα και σβεννυμένη πάραυτα, ως από τηλεφώνου φωνή. Οι οδοιπόροι ήρχισαν να φοβώνται πλέον. — Τι λες; Κομποδήμο; ηρώτησέ τις των ναυτικών. — Τι να 'πω κ' εγώ! απήντησεν ο ποιμήν, τρέμων ενδομύχως.

Τρέμων όλος, με δάκρυα πύρινα εις τους οφθαλμούς, ήρχισε να διηγήται έν προς έν τα παθήματά του, αφ' ης ημέρας το επιτίμιον ανεγνώσθη εις την κωμόπολιν, την περιφρόνησιν των συγχωρικών του, τους πικρούς και καυστικούς λόγους των, τα μειδιάματά των, τα πλήρη αναιδούς σαρκασμού, τα βλέμματά των τα σουβλερά· να λέγη την πτωχείαν και αθλιότητα του, την παίδευσιν του σώματος και την ακοίμητον βάσανον της ψυχής επί τόσας ημέρας!. . .

Πλην φευ! διακρίνω τότε ότι ο άνωθεν της τραπέζης μας, μικρός αναμμένος πολυέλαιος, είχε λαμπάδας του νεκροταφείου, λείψανα κηδειών και μνημοσύνων, οκτώ λαμπάδας ανομοίας, αφ' ων φυλάττουσι πολλάς οι ψάλται· μία μάλιστα λαμπάδα είχε περιδεδεμένην μαύρην κορδέλλαν. — Πεθαμένα κεριά! εφώναξα τρέμων. Και με ήκουσαν. — Όχι, θα σου εύρωμε ζωντανά τώρα, του λόγου σου!

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν