Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


« Πάντες υμείς αδελφοί εστέ. — Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν, » μας λέγει ο Ιησούς εις το ιερόν Ευαγγέλιον. Ότε δε επλησίαζε να θυσιασθή επί του σταυρού διά την αγάπην και σωτηρίαν μας, την αυτήν παραγγελίαν, ως τελευταίαν διαθήκην του, επανέλαβεν, ειπών εις τους μαθητάς του « Ταύτα εντέλλομαι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους. »

Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την επεθύμησα την Αθήνα μας. Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε: — Δος μου τώρα μια δεκάρα! — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα. — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα! Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον κουτσαβάκην.

Την εγκατελίπετε, την παρεβιάσατε συντελούντες εις το να υποδουλωθούν οι Αιγινήται και άλλοι σύμμαχοι, αντί να κωλύετε τούτο. Και όλα ταύτα δεν τα επράττετε ακουσίως, αλλ' αυτόνομοι όντες μέχρι σήμερον και χωρίς να αναγκάζεσθε ως ημείς. Την τελευταίαν πρόσκλησιν, η οποία, πριν να πολιορκηθήτε σας έγινεν όπως ησυχάζετε και μένετε ουδέτεροι, δεν την εδέχεσθε.

Ίσως ήθελε να αποφύγη φανεράν αντίστασιν, ίσως επεθύμει να δείξη ακόμη μίαν φοράν εις τον Καίσαρα και τους Αυγουστιανούς πρόσωπον φαιδρόν και ελεύθερον πάσης μερίμνης και να καταγάγη την τελευταίαν του νίκην κατά του Τιγγελίνου. Μόλις κατέλιπε την Ρώμην, ο Τιγγελίνος τον κατηγόρησεν ότι ήτο συνένοχος του συγκλητικού Σκαιβίνου, πρωτεργάτου της αποτυχούσης συνωμοσίας.

Ήδη εχαρίζετο αιωνίαν ζωήν εις πάντας τους πιστεύοντας εις Αυτόν· μετέπειτα η φωνή Του θ' ακουσθή εις την τελευταίαν εκείνην κρίσιν των ζώντων και των νεκρών, την οποίαν ο Πατήρ Του παρέδωκεν εις χείρας Του.

Τούτο μεν έχει αποδειχθή, Σιμμία και Κέβη, είπεν ο Σωκράτης, και τούτο θέλετε παραδεχθή, εάν ενώσητε την τελευταίαν ταύτην απόδειξιν μ' εκείνην, την οποίαν παρεδέχθημεν προτήτερα από αυτήν, ότι δηλαδή, κάθε τι το οποίον ζη γίνεται από εκείνο το οποίον έχει αποθάνει.

Το ύφος του επείραξε τον Κ. Λιάκον. — Κύριε Πλατέα, είπε ξηρά ξηρά. Σου είπα πολλάκις, επαναλαμβάνω δε, — και το επαναλαμβάνω διά τελευταίαν, ελπίζω, φοράν, — ότι ουδέν δικαίωμα έχω ούτε θέλω να έχω επί της ευγνωμοσύνης σου.

Η πρώτη προς αυτόν ερώτησίς μου απετέλει αληθή ερωτήσεων ορμαθόν. «Τι είναι η αίθουσα αύτη; Τι κάμνουσιν οι επί των σιδηρών τούτων πλακών εξηπλωμένοι, ο παχύς ούτος αξιωματικός, η ξανθή δέσποινα, ο χωρικός, η άλλη γυνή και το παιδίον; Διατί κρατούσι σχοινίον κώδωνος ανά χείρας ; Ζώντες είναι ή νεκροί;». Εις μόνην την τελευταίαν ταύτην ερώτησιν απεκρίθη μειδιών ο αγαθός Ίνσχιος. «Δεν ηξεύρω»· η εξήγησις όμως της αγνοίας του διήρκεσε δύο ολοκλήρους ώρας, δαπανηθείσας εις το να μοι αποδείξη επιστημονικώς, ότι προ της παρελεύσεως τεσσάρων τουλάχιτον ημερών, αδύνατον ήτο αυτώ ν’ αποφανθή μετά θετικότητος, αν οι ενώπιον ημών κατακείμενοι ήσαν ζώντες ή νεκροί.

Την πατρικήν μου πόλιν, τον Έκτορα που έχασα και την σκληράν μου τύχην που μ' έκαμε δούλην ενώ δεν ήξιζα. Δεν πρέπει κανείς να μακαρίζη ένα άνθρωπον πριν ιδή πώς θα περάση την τελευταίαν ημέραν της ζωής του και πώς κατέβη εις τον άλλον κόσμον. Ο Πάρις δεν έφερε την Ελένην εις το Ίλιον ως σύζυγον αλλά ως καταστροφήν.

Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν