United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους· τόση ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα γενόμενον εις στάκτην.

Αυτός δε ο γεμάτος στάκτην, ως ψωμί που εψήθη εις την ανθρακιάν, και με φλυκταίνας εγκαυμάτων εις το δέρμα ποίος είνε; ΑΙΑΚ. Είνε ο Εμπεδοκλής, ω Μένιππε, ο οποίος μας ήλθε μισοψημένος από την Αίτναν. ΜΕΝ. Και τι σου ήλθε, λαμπρέ άνθρωπε με τα χάλκινα υποδήματα, κ' έπεσες μέσα εις τους κρατήρας του ηφαιστείου; ΕΜΠ. Έπαθα μίαν διατάραξιν, Μένιππε.

Αφού ανεχώρησεν εκ της Αιγύπτου ο Αιθίοψ, εβασίλευσε πάλιν ο τυφλός αφήσας τα έλη όπου διέμεινε πεντήκοντα έτη κατά το διάστημα των οποίων εσχημάτισε μίαν νήσον με χώματα και στάκτην διότι οσάκις οι Αιγύπτιοι, εν αγνοία του Αιθίοπος, τω εκόμιζον τροφάς όπως είχαν διαταχθή, αυτός τοις εζήτει ομού με τα άλλα δώρα να τω φέρωσι και ολίγην σποδόν.

Τον είδα μέσ' τα αίματα, κατάχλωμον 'σαν στάκτην, ελεεινόν, ελεεινόν κ' αιματοκυλισμένον! Τον είδα, κ' έμεινα ξερή και απολιθωμένη. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Σχίσου καρδιά μου, ράγισε! Καρδιά καμμένη σχίσου. Κλεισθήτε μάτια μου! το φώς ποτέ μη ξαναϊδήτε! Ω χώμα, γύρισε ‘ς την γην. Σταμάτησε πνοή μου. Κ' εμέ και τον Ρωμαίον μου μια πλάκα να σκεπάση! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τυβάλτη μου, Τυβάλτη μου!

Ο αρχιμάγειρος από τον φόβον του έμεινεν εκστατικός και άφωνος· και όταν συνήλθεν εις τον εαυτόν του επλησίασε διά να σηκώση τα ψάρια που είχαν πέσει εις την στάκτην, και τα ευρίσκει μαύρα ωσάν κάρβουνα, οπού δεν εχρησίμευον πλέον δια την τράπεζαν του βασιλέως.

Μη φοβάσαι το λοιπόν πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω κάμει να πέση επάνω εις το στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που να τους κάμη όλους στάκτην.

Συχνά από σε παιδεύονται Λαοί άφρονες, άσωτοι· Συχνά και των τυράννων Αλλάζεις την χρυσήν Ζώνην εις Στάκτην. Τώρα εδώ το πυκνότερον Σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος Άνθρωπον ας μη βλέπη, Ας μη ξανοίγη μάτι Χείρα ωπλισμένην. Το πνεύμα ταραγμένον Των εχθρών της πατρίδος μου Ας πλάσση φοβερούς Γίγαντας, και ας φαντάζεται Παντού μαχαίρας.

Αλλά και εις τας δυσκόλους ερωτήσεις είχε πολύ ευστόχους απαντήσεις• όταν δε κάποιος τον ηρώτησε διά να γελάση με την αμηχανίαν του• Εάν καύσω ξύλα χιλίων μνων, Δημώναξ, πόσων μνων καπνός θα γίνη; Ζύγισε, απήντησεν ο Δημώναξ, την στάκτην και όλον το υπόλοιπον θα είνε καπνός.

Αλλ' έπραξε και κάτι τι γελοιωδέστατον ο Αλέξανδρος. Ευρών τας «Κυρίας Σκέψεις» του Επικούρου, το κάλλιστον, ως γνωρίζεις βιβλίον, το οποίον περιέχει την συγκεφαλαίωσιν της σοφίας του φιλοσόφου εκείνου, τας έφερεν εις το μέσον της αγοράς και τας έκαυσεν επί ξύλων συκής, ως τάχα να έκαιε εκείνον, την δε στάκτην έρριψεν εις την θάλασσαν, συνοδεύσας την πράξιν ταύτην με ένα χρησμόν•

Το φόρεμά της ήναψε διά μιας, και εκάη όλη αμέσως. Τότε και ο στρατιώτης έλυωσε. Και την αυγήν η υπηρέτρια, όταν επήρε την στάκτην, τον ηύρε μέσα εκεί. Είχε γείνει ένας βώλος, αλλά ωμοίαζεν ωσάν καρδία το σχήμα του. Από δε την χορεύτριαν δεν εσώθη τίποτε, παρά μόνον το τριαντάφυλλόν της, το οποίον είχε μισοκαή και ήτο κατάμαυρον. Μίαν φοράν ήτο μία δραχμή.