Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Να λάμπη τώρα έπρεπε φως της ημέρας, κι' όμως σβύνει το σκότος της νυκτός τον ταξειδιάρην λύχνον. Η 'μέρα μην εντρέπεται; ή θριαμβεύει η Νύκτα, κι' αντί ν' ασπάζεται την γην το φως το ζωογόνον, το πρόσωπόν του έκρυψε 'ς τα σάβανα του σκότους;
Αλλά την εποχήν εκείνην διεδέχθη εποχή πολιτισμού, και αι υποχρεώσεις, ας εφαντάσθημεν ότι επέβαλεν ημίν η τροπή των χρόνων, ήσαν φοβεραί και μεγάλαι. Τι να τα κάμωμεν πλέον τα ελληνικά; Τι να κάμωμεν τον υγιά και άγιον των πατέρων υμών άρτον, δι' ου εν χρόνοις δουλείας και σκότους περιέσωσαν εκείνοι από του κατακλυσμού την εθνικότητα αυτών και ημών; Ήτο πλέον δυνατόν να ζήσωμεν χωρίς γαλλικά;
Αλλ' ο κυρ-Μανωλάκης ατάραχος, μειδιών πάντοτε υπό τον φαιόν του μύστακα, εξηκολούθει τον κρυφόν κατά των κηρίων πόλεμον, εις τα νύχια πατών, ίνα μη τρίζουν τα υποδήματά του· περιήρχετο δε κατά την διάρκειαν της λειτουργίας τα διάφορα μανουάλια αρπάζων τα κηρία μετ' αφάτου αγαλλιάσεως ως αόρατος του σκότους δαίμων. Και δεν ηρκείτο εις τας κυριακάς μόνον και τας εορτάς.
Ο Λιάκος εξεκαρδίσθη γελών διά το αστείον του πράγματος. Ευρίσκετο εις καλήν διάθεσιν ο φίλος και τα πάντα ήσαν αφορμή ευθυμίας δι' αυτόν. Αλλ' ο Κ. Πλατέας δεν εγέλα. — Πώς την λέγουν; επανέλαβε. Ο Λιάκος ητοιμάζετο ν' αποκριθή, ότε αίφνης εν μέσω του σκότους ήκουσε το όνομά του προφερόμενον από άνθρωπον ερχόμενον προς αυτούς. — Λιάκε, συ είσαι;
Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς χλοιός. Τη εφαίνετο ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους. Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο Μάχτος τρέχων και πνευστιών.
Όσον άπειρος των πραγμάτων του κόσμου και αν ήτο ο Μάχτος, τω εφαίνετο, ότι τα πράγματα άτινα έβλεπε και ήκουε δεν ήσαν συνήθη, και μυστήριόν τι εκρύπτετο όπισθεν του προσωπείου, όπερ εφόρει ο ξένος. Ο Μάχτος εβασάνιζεν επί πολλήν ώραν την κεφαλήν του και την φαντασίαν του, προσπαθών να διίδη τι εν μέσω του σκότους, του εκτεινομένου προ των οφθαλμών αυτού. Εις μάτην. Ουδέν κατώρθου να μαντεύση.
ΒΑΓΚΟΣ Μη το πολυπιστεύης, και σου ανάψη την ψυχήν και η ελπίς του θρόνου, μετά τον τίτλον Καουδώρ. — Και όμως είναι θαύμα! Αλλά συμβαίνει κάποτε τα όργανα του Σκότους να λέγουν την αλήθειαν διά να μας κολάσουν, με τα μικρά χαρίσματα μας δελεάζουν πρώτα και μας ελκύουν έπειτα 'ς τα φοβερά των δίκτυα! Δυο λόγια, καλοί φίλοι μου. ΜΑΚΒΕΘ καθ' εαυτόν.
Άνθρωπός τις ελθών, ως εφαίνετο, μακρόθεν, βαδίζων ακροποδητί, έρπων μάλλον εντός του σκότους, επλησίασεν εις την μεσημβρινήν πλευράν της οικοδομής, την χθαμαλωτέραν, και ηρεύνησε μεταξύ των θάμνων, ως να εζήτει να εύρη τι, όπερ είχε κρύψει εις το αυτό μέρος. Δεν εδυσκολεύθη δε να εύρη το ζητούμενον.
Ο πυθμήν δεν ήτο ορατός ένεκα του σκότους. Ο βοσκός ήτο τολμηρός, εξετύλιξε το σχοινίον, όπερ έφερε περί την οσφύν διά σκοπούς χρησίμους εις το επάγγελμα και προσέδεσε λίαν σφιγκτώς την άκραν αυτού εις τον κορμόν σχοίνου, το δε μήκος του σχοινίου κατεβίβασεν εις το βάθος της οπής.
Όμως ποντικοί κι άλλα των αλλών τώρα επτά χρόνια τρέφουν τον τρελλόν Φυλάξου από αυτόν, που με κυνηγά. Ησύχασε, δαιμόνιον! Σιώπα! ΓΛΟΣΤ. 'Σ αυτήν εδώ την συντροφιάν κατήντησες, αυθέντα; ΕΔΓΑΡ Είναι τρανός και φοβερός ο βασιλεύς του σκότους. Μοδόν τον λέγουν και Μαχού! ΓΛΟΣΤ. Αυθέντα, τα παιδιά μας, η σάρκα και το αίμα μας, επήραν κακόν δρόμον και κατατρέχουν τους γονείς!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν