United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τας σκέψεις εξωνύχισα παντός σοφού αρτίου και τα περί θελήσεως εκείνα του Καντίου, που έξαφνα το στόμα του 'μπορούσε να το κλείση κι' επί καιρόν εις άνθρωπον ποσώς να μη 'μιλήση, αλλ' όταν είδα μια φορά χονδρό περιβολάρη να δέρνη το γαϊδούρι του με δυνατό στηλιάρι κι' αυτό από την θέσιν του να μη σαλεύη βήμα εφώναξα 'στόν Κάντιον «τα όσα γράφεις κρίμα! .. » την θέλησίν σου προς αυτήν την θεωρείς ισόπαλον; » εσύ σφαλάς το στόμα σου διότι συ το θέλεις, » κι' ο γάιδαρος ξυλίζεται αλύπητα με ρόπαλον » κι' εν τούτοις βήμα εμπροστά δεν πάει ο τεμπέλης».

Καθ' ον χρόνον ο Μάχτος διετύπου κατ' όναρ τας σκέψεις ταύτας, η σκηνή του ονείρου είχε μεταβληθή. Δεν ήσαν πλέον οι τρεις, και τέταρτον πρόσωπον είχε παρουσιασθή. Αλλά το πρόσωπον τούτο δεν παρήλθεν επί την σκηνήν άνευ προσωπείου. Ως φαίνεται, είχε λόγους να καλύπτη την μορφήν. Δεν επεθύμει να φαίνεται τις ήτο.

Αλλ' από ημέρας εις ημέραν αι ελπίδες μας διελύοντο. Εφαίνετο προχωρούσα επί του σώματος του η ψυχρά της φθοράς χειρ. Μίαν νύκτα έμενα μόνος παρά το προσκέφαλον του ασθενούς, μόλις καταπείσας την μητέρα μου ν' αναπαυθή ολίγον εις το παρακείμενον δωμάτιον. Ο πατήρ μου ήτο εις βύθος ομοιάζον προς ύπνον. Με τας χείρας εσταυρωμένας εκαθήμην και τον έβλεπα, ο δε νους μου επλανάτο εις σκέψεις θλιβεράς.

Είχε, αλήθεια, δοκιμάσει δυστυχήματα χίλιες φορές μεγαλύτερα· αλλ' η ψυχραιμία του δικαστή και του πλοιάρχου, που τον έκλεψε, ερέθισε τη χολή του και τον βύθισε σε μαύρη μελαγχολία. Η κακία των ανθρώπων παρουσιαζότανε στα μάτια του μ' όλη της την ασχημιά και τρεφόταν όλο με θλιβερές σκέψεις.

Να, να! καλέ τι κουτός! τον Δία του Ολύμπου κοπανά! Να! σε τέτοια ηλικία πούνε τώρα, να πιστεύη στον Ολύμπιο τον Δία! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι γελάς γι' αυτό; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Που βλέπω πως παιδί εισ' απ' τώνα μέρος, μα στης σκέψεις είσαι γέρος. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ε, καλά λοιπόν, τι είνε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συ ωρκίσθης «μα τον Δία». ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Βέβαια.

Ο νεοφερμένος από την ξενιτείαν είχεν αισθήματα, εξέφερε γενικάς σκέψεις περί των πολιτικών πραγμάτων, «ξύλα, κούτσουρα, δαυλειά καμμένα». Δεν ωμοίαζε με τον Αλικιάδην, όστις επολιτεύετο χάριν των δημοσίων έργων, ούτε με τον Γεροντιάδην, όστις εξελέγετο βουλευτής διά το καλόν της πατρίδος του. Ήτον αφελής τους τρόπους, και έτι αφελέστερος τας ιδέας. Ήθελε να πολιτευθή «για δόξα». Ευκαιρία λαμπρά.

Και αι λέξεις της φωνής ταύτης ήσαν ωσεί σφυρίον θρυμματίζον τας μάλλον απολιθωμένας καρδίας, ήσαν ως μία φλοξ διατρυπώσα τας μάλλον ενδομύχους σκέψεις.

Και ο Γιάννος αναγκάσθη να κρατήση τα πλημμυρίζοντα τους οφθαλμούς του δάκρυα και τα παράπονα τα καταθλίβοντα δυνατά την ψυχήν του. Εγνώριζεν ότι ο αγών τον οποίον είχεν αναλάβει ήτο άνισος και ότι έπρεπε τα πάντα να μετέλθη εάν ήθελε να εξέλθη νικητής. Αλλ' όμως όσον και αν προσεπάθει δεν ηδύνατο ν' αποδιώξη της κεφαλής του τας θλιβεράς σκέψεις.

Να μας συγχωρήση ! Αλλά διά τι; Ούτε αντάρται ήμεθα, ούτε ουδένα ηδικήσαμεν, ούτε ιδιοκτησίας ξένας εληστεύσαμεν, ούτε γυναίκας ητιμάσαμεν, ούτε εφονεύσαμεν, ούτε εξηνδραποδίσαμεν. Διά τι να συγχωρηθώμεν; Αλλά ταύτα είναι σκέψεις σημεριναί. Δεν εσκεπτόμεθα τοιαύτα τότε, η δ' ελπίς της απαλλαγής από της αφορήτου εκείνης υπάρξεως ήτο αληθής δι' ημάς χαρά.

Σωκράτης Εφαίνετο λοιπόν ότι πολύ καλά είχεν ομιλήσει ο Κριτίας και τόσον ώστε ο Ερυξίας, αν δεν εντρέπετο τους παρόντας, δεν θα ημποδίζετο να σηκωθή και τον κτυπήση, διότι εφανερώθη εις αυτόν ότι όχι ορθάς σκέψεις περί του πλουτείν είχε πριν.