Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή. Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι.

Εστενοχωρήθηκε καρά πολύ όταν είδε τον υπηρέτη του Βερθέρου· αυτός έδωκε το γραμματάκι στον Αλβέρτο, ο οποίος απαθής εστράφηκε στη γυναίκα του και είπε: Δος του τα πιστόλια. «Του εύχομαι καλό ταξείδι», είπε στον υπηρέτη. Αυτό έπεσε πάνω της σαν κεραυνός, κλονίστησε, δεν ήξερε τι της συνέβαινε.

Προσέτι εδοκίμαζε να κατασκευάζη κουμπούρες, πιστόλια, μικρά κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα λεπτά, όσα εκέρδιζεν από της κούκλες, τ' αγαλμάτια και τας προσωπίδας, και δεν τα έπινε, τα ηγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάζη έν τοιούτον προϊόν.

Τότε είδεν ότι οι διώκται ήσαν μεν δύο, αλλά μόνον ο είς εφόρει την στρατιωτικήν στολήν. Ο άλλος έφερεν εγχώριον ένδυμα, με σελάχι, εφωδιασμένον με πιστόλια και χαρμπιά, περί την μέσην. Εφαίνετο να είναι είς των αγροφυλάκων. Τούτο την επτόησε και την εφόβισεν. Η απουσία του ενός χωροφύλακος έδιδεν αφορμήν εις υποψίας.

Έβαλαν τραπέζι και μια καλή φιλενάδα, που ήρθε για να ρωτήση μόνο κάτι τι και να φύγη, . . . και έμεινε, έκανε υποφερτή την ομιλία στο τραπέζι· με το ζόρι μίλησαν, διηγήθηκαν, ελησμόνησαν. Ο υπηρέτης ήρθε με τα πιστόλια στο Βέρθερο, ο οποίος με έκσταση του τα πήρε, όταν άκουσε πως η Καρολίνα του τα έδωκε.

Τρικούπης αναφέρει περί του Καραϊσκάκη εις τον λόγον, τον οποίον απήγγειλε την 24 Απριλίου 1827, μετά τον θάνατον του στρατηγού· «Άτρομος πάντοτε εις τους πολέμους, ατρομώτερος πολύ εφάνη καθ' ο διάστημα ήτον αρχηγός των κατά την Στερεάν Ελλάδα στρατευμάτων· τότε είχε ψωμί και αυτός, όταν είχαν και οι αγαπητοί του Έλληνες· η κλίνη του ήτον κλίνη απλού στρατιώτου· πρωταγωνιστής επαρουσιάζετο, και την τιμήν του αγώνος όλην την απέδιδεν εις άλλους· ενθουσιασμένος διά την παληκαριάν, ως παληκάρι και ο ίδιος, την ετιμούσεν όπου την έβλεπε και την αντάμειβε πλουσιοπάροχα· τους γνωστούς διά την ανδρείαν τους έκραζε κατ' όνομα, όταν εξεσπάθωνεν εν καιρώ μάχης, διά να τον ακολουθήσουν· έβγανε τα πιστόλια του από την μέσην του και με αυτά εις ανταμοιβήν παληκαριάς εστόλιζε του παληκαριού την μέσην· έλυε την ζώνην του και έδιδεν εις τας ανάγκας του πολέμου και το ύστερον νόμισμά του».

Αρέσει μου, αγά. Μια πιστολιά τον Αγά την ξάπλωσε κάτω σκοτωμένη. Αυτή όμως η ψυχική ανωμαλία του Μόχογλου δεν προερχότανε μόνον από τυραννική παραφροσύνη, αλλά, φαίνεται, κιαπό το πιοτό. Οι Μπουρμάδες, δηλαδή οι Κρητικοί πούχαν γίνει κιόλο γινόντανε Τούρκοι, είχαν συμβιβάσει στην Κρήτη το μωαμεθανισμό με το κρασί κήσαν πολλοί που κρυφά ή φανερά παράβαιναν την απαγόρευση του Μουχαμέτη.

Ήσαν ένοπλοι, και τα τουφέκια και τα πιστόλια των έστιλβον επί της λερής περιβολής των. Ο μπάρμπ’-Αλέξης εφοβήθη μέγαν φόβον. Ουδ' επί στιγμήν αμφέβαλεν ότι ήσαν λησταί. Ακούει δευτέραν φωνήν· — Ε! καραβά! έλα γλήγορα να μας πάρης. — Τώρα, τώρα! απήντησε μηχανικώς ο μπάρμπ’-Αλέξης. Και αφού ανέσυρε την άγκυραν, έλαβε τας κώπας.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν