Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Την ιδίαν στιγμήν από το υπόγειον εξήλθε γέρων τις ενδεδυμένος μανδύαν με κουκούλαν, αλλά με την κεφαλήν ασκεπή και ανήλθεν επί τινος λίθου ευρισκομένου πλησίον της πυράς. Παρετηρήθη κάποια κίνησις εις το πλήθος, φωναί τινες πλησίον του Βινικίου εψιθύρισαν. Ο Πέτρος! ο Πέτρος! Μερικοί εγονάτισαν· άλλοι έτειναν τας χείρας προς αυτόν.
Εις το μέρος τούτο ο Πέτρος υπέβαλε μίαν ερώτησιν. «Κύριε, πού υπάγεις;» Ο Πέτρος ενόησε τώρα ότι περί θανάτου ήτο ο λόγος, αλλά διατί τάχα δεν ηδύνατο ν' αποθάνη και αυτός; «Κύριε, διατί ου δύναμαί Σοι νυν ακολουθήσαι; την ψυχήν μου υπέρ Σου θήσω».
Η Μαρία έσκυβε τότε τα μεγάλα της μάτια και πότιζε με δάκρυα το χορτάρι. Και μόνον αυτά δεν έβλεπε ο Πέτρος, γιατί κυλούσαν σιγά και μυστικά στο χώμα. Τα μάτια του Πέτρου ήτανε πάντα γλυκά βασιλεμένα. Κι' ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά κι' αγάπη που δεν την ήξερε.
Επάτησε τέλος στη σκάλα, έκλεισαν καλά τον φεγγίτη και ο Πέτρος Ραφαλιάς αγνώριστος, ασούσουμος, ξένος από τον αέρα και τον κόσμο των ανθρώπων, άπλωσεν απάνω στα νερά σαν ν' άπλωνε στα βαμπάκια. Μια επάφλασεν η θάλασσα, βάραθρον άνοιξε και ο βουτηχτής ευρέθηκε μολύβι στον πάτο.
Η παιδίσκη η θυρωρός, αφού εισήγαγεν όλους τους ενδιαφερομένους, επλησίασε και αυτή προς την ανθρακιάν, και προσήλωσε το όμμα προς τον αμφίβολον ξένον, καθώς εκείνος εκάθισε «προς το φως», κατά τον Μάρκον, όπερ δεικνύει το θράσος και την απερισκεψίαν του Πέτρου, και τότε, αναγνωρίσασα τούτον ότι τον είχε και άλλοτε ιδεί, ανέκραξε, «Και συ ήσθα μετά του Ιησού του Γαλιλαίου». Ο Πέτρος ήτο αφύλακτος.
Πώς συνέβη οι νέοι εκείνοι της Γαλιλαίας, — είς Ιωάννης τόσον φλογερός, αλλά και τόσον σκεπτικιστής, και είς Πέτρος τόσον ορμητικός εις τας συμπαθείας του, αλλά και τόσον δειλός εις τας αποφάσεις του, να προσπέσουν με έν μόνον βλέμμα, με μίαν μόνον λέξιν, εις τους πόδας του Σωτήρος!
Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.
Εις την σιγήν, όρτυγες ετρύλλιζον διά μέσου της αμπέλου και ηκούετο ο υπόκωφος κρότος των μύλων της οδού Σαλαρίας. — Βινίκιε, είπεν ο Πέτρος, έχεις πίστιν; — Διδάσκαλε, εάν δεν είχον πίστιν θα ηρχόμην εδώ; — Τότε, έχε πίστιν μέχρι τέλους, διότι η πίστις μετατοπίζει όρη.
— Άι — ου! ... ρέκαξε η δόλια η μάννα. Καταϊδρωμένος ο Πέτρος ο Τσαϊπάς ανέβηκε στον τράφο ν' αγναντέψη· δεν είχε δύναμη ούτε όρεξη να πάη μακρύτερα. Το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο· έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σα βελονοβροχή. Τα στεκάμενα νερά της Λάκκας έζεχναν και φαρμάκωναν. Ζερβόδεξα τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα κουρνιαχτισμένα κι άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα.
Όσον ολιγώτερον δε πλούσιος είναι τις, και όσον πλησιέστερα εις την πτωχείαν ευρίσκεται, τόσω ευκολώτερον αισθάνεται τα δεινά της ενδείας, τόσω δε επιρρεπεστέρα εις την ελεημοσύνην καθίσταται η καρδία του. Ο Πέτρος βεβαίως δεν είναι πλούσιος, αλλά κατώρθωσε να περιθάλψη ολόκληρον πτωχήν οικογένειαν διά της φιλανθρώπου και ελεήμονος καρδίας του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν