Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Αλλ' εγώ, μολονότι με πολλήν ευχαρίστησιν ακούω πάντοτε τον Σωκράτη διαλεγόμενον, εν τούτοις τόρα είνε ανάγκη να φροντίσω διά το εγκώμιον του Έρωτος το οποίον περιμένω να ειπή καθένας από σας. Όταν λοιπόν και ο ένας και ο άλλος εκπληρώσετε το καθήκον σας αυτό προς τον Θεόν, ας συνδιαλέγεται έπειτα.

Παρά τον τάφον της Αγίας Βόμμας σε περιμένω. Ελθέ, περιστερά μου, εκλεκτή ως ο ήλιος , ελθέ διά των ακτίνων σου να επισκιάσης την σελήνην.»» Τοιαύτη ήτο η επιστολή του Φρουμεντίου.

Είναι εκατέρωθεν προσηλωμένα επί του τοίχου της οικίας, αλλά τόσον ατέχνως και ασθενώς, ώστε θα ενδώσουν εις την ελαχίστην βίαν ή πίεσιν. Ουδεμία ανάγκη να περιμένω μέχρις ου τρίξη και διαρραγή και ο άλλος πάσσαλος. Θα τοποθετήσω και πάλιν το προσκέφαλον εις την σαλευομένην πλευράν του εξώστου. Ίσως ούτω το τέλος επέλθη ταχύτερον. Η Μοίρα προώρισε το πέλαγος ως τάφον της οικογενείας μου.

Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΟΡΑΤΙΟΣ Αυτοί, 'πού με ζητούσαν, τίνες είναι; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ναύταις, Κύριε, — λέγουν ότι γράμματα σού φέρνουν. Ασπασμούς από κανένα μέρος δεν περιμένω, ειμή του Πρίγκιπος Αμλέτου. Εισέρχονται ΝΑΥΤΑΙΣ Α’ ΝΑΥΤΗΣ Κύριε, ο Θεός να σε πολυχρονίση. ΟΡΑΤΙΟΣ Και σε ομοίως. Α’ ΝΑΥΤΗΣ Θα με πολυχρονίση, Κύριε, αν το θέλη.

Ύστερ' από δυο τρεις εβδομάδες εγύρισεν οπίσω χωρίς να τον περιμένω. Μα άλλος επήγε, και άλλος εγύρισε! Πού επήγε, τι έκαμε, λόγο δεν μας είπε. Μόνον, άμα ήλθεν, έπεσε στο στρώμα με την θέρμη. Ήτανε Γενάρης. — Δεν σου το είπα, παιδί μου, να μη ταξειδεύσης μέσ' στον χειμώνα: Να που αρρώστησες πάλι! — Κάλλιο ν' απέθνησκα από τον χειμώνα, μητέρα, παρά να πάθω ό,τι έπαθα!

Στολισμένος, ξυρισμένος, μοσχομυρισμένος. Με άσπρο-κάτασπρο υποκάμισον. Με σακκάκι καινουργές, σκούρο, γελαστός, Χριστουγεννιάτικος. — Άιντε ντε! Και περιμένω τόση ώρα. Πού χαζεύετε; Και προπορευόμενος έλεγε προς τον φίλον μου, — Πού είνε εκείνος ο άλλος ; — Εδώ είνε. Έρχεται, απήντησεν ο φίλος μου δι' εμέ.

Ώστε αρκεί ότι έμαθες ότι γνωρίζω μίαν τέχνην διά να μη με κατηγορείς διά τούτο• ποία δε είνε αυτή θα το μάθης άλλην φοράν. ΤΥΧ. Δεν δύναμαι να περιμένω. ΠΑΡ. Το είδος της τέχνης θα σου φανή ίσως παράδοξον. ΤΥΧ. Ακριβώς διά τούτο έχω περιέργειαν να την ακούσω. ΠΑΡ. Άλλην φοράν, Τυχιάδη. ΤΥΧ. Όχι τώρα να μου πης, εκτός αν εντρέπεσαι διά το επάγγελμά σου. ΠΑΡ. Η παρασιτική.

Και ίστατο σιωπηλή, θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς: — Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα, και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος και ηκροάτο.

ΕΡΜ. Τι θ' απαντήσσης λοιπόν εις αυτά, Σύρε; ΣΥΡ. Ο αγών τον οποίον αγωνίζομαι ενώπιόν σας, ω άνδρες δικασταί, είνε δι' εμέ απροσδόκητος• διότι τα πάντα ηδυνάμην να περιμένω, αλλ' όχι και ν' ακούσω τον Διάλογον να είπη τοιαύτα περί εμού.

Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την μητέρα της από χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε κακόν. Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά: — Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα ησυχάσω. Ο χειμών ήδη παρήλθεν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν