Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Σεπτεμβρίου 2025
Τω όντι ηκούοντο ταύτα τότε με πολλήν παιδικήν ευχαρίστησιν, και ο γέρων ακόμη προθύμως μοι τα επανελάμ- βανε, διότι εγώ πολλάκις επανηρώτων αυτόν, ούτως ώστε μοι έγιναν μόνιμα ως εικών εγκεκαυμένη, ήτις δεν δύναται πλέον να εξαλειφθή. Και εις τούτους ακόμη ευθύς έλεγον αυτά ταύτα την πρωίαν, διά να έχωσι και αυτοί αφθονίαν λόγων, όπως και εγώ.
Δηλαδή αναλόγως της μουσικής με την οποίαν θα ζήση κανείς από την παιδικήν του ηλικίαν έως την ακμαίαν και σώφρονα, εάν μεν συνηθίση σώφρονα μουσικήν και τακτοποιημένην και ακούση την αντίθετον, την μισεί και την ονομάζει δουλοπρεπή, εάν δε ανατραφή με την κοινήν θελκτικήν, λέγει ότι είναι ψυχρά και αηδής η αντίθετος.
Εσιχαινόμεθα όλοι και εγώ ίσως περισσότερον των άλλων τον χυδαίον εκείνον διδάσκαλον· εννοείς δε με πόσην ευχαρίστησιν και παιδικήν χαράν έσπευσα να διηγηθώ το βράδυ εις τους γονείς μου τα συμβάντα εις το σχολείον, και να περιγράψω ιδίως λεπτομερώς το ηρωικόν κατόρθωμα του πατρός του συμμαθητού μας.
Κατά την παιδικήν μου ηλικίαν έζων ακόμη γερόντισσαι διηγούμεναι περί της θηριωδίας των τετραπόδων τούτων πράγματα απίστευτα και φρικαλέα.
Και πάλιν όμως δεν τον επείραξαν. Τότε εστράφη προς τα οπίσω και διερχόμενος εφώναζε προς τους τεχνίτας και εμπόρους: — Ζιτ! ζιτ! Δεν σας φαίνεται ότι την θέσιν του τρελλού εκείνου έχει εις τας Αθήνας όχι ο Σακκουλές, αλλ' εκείνοι οίτινες προκαλούν τας ύβρεις του; Αλλ' ο Σακκουλές ικανοποιεί και την παιδικήν σκληρότητα, την οποίαν πολλοί διατηρούν εις την μεγάλην ηλικίαν.
Διότι, καθώς φαίνεται, ο ιδικός μας λόγος δεν περιστρέφεται εις τους θεωρούντας αυτά ως εκπαίδευσιν, αλλά μόνον η γυμνάζουσα από την παιδικήν ηλικίαν εις την αρετήν, και καθιστώσα αυτόν θιασώτην και εραστήν εις το να γίνη τέλειος πολίτης, ο οποίος να εξουσιάζη και να υποτάσσεται δικαίως.
— Δεν είν' αλήθεια, Μανώλη. Εγώ σου τήνε χαρίζω, φίλε μου, και να τήνε χαίρεσαι. — Αλήθεια; είπεν ο Μανώλης με παιδικήν χαράν. — Αλήθεια κι' άλλη φορά να μην πιστεύγης ό,τι σου λένε. Παραδώσας δε εις τον Μανώλην τον πασαλήν, τον εκαλονύκτισε και απεμακρύνθη αταράχως, ως να μη είχε συμβή τίποτε. — Πότε διάολο μ' έβαλε κάτω κ' επήρε μου και το μαχαίρι! εσκέπτετο θαυμάζων ο Μανώλης.
Εν τω μεταξύ τούτω εισέρχεται η Δημαινέτη, αυτή απαράλλακτη, και κάθεται πλησίον μου, όπως τώρα αυτός ο Ευκρατίδης — και έδειξε τον νεώτερον εκ των υιών του, ο οποίος και πριν ήτο ωχρός από την διήγησιν, και τώρα συνεταράχθη με παιδικήν δειλίαν. Εγώ, εξηκολούθησεν ο Ευκράτης, άμα την είδα, την αγκάλιασα και ήρχισα να κλαίω.
Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!
ΙΟΎΛ. Ω Ρωμέων, τι δήτα Ρωμέων έφυς; πατέρα τ’ αναίνου κώνομ'· ει δε μη θέλεις, όμνυ φιλήτωρ τήςδε πιστώς εμμενείν, καγώ δόμων τε και γένους εξίσταμαι. Ούτω κατά την παιδικήν μου ηλικίαν πολλάκις είδον εις τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως τους υπηρέτας βαδίζοντας προ των Αρμενίων Κυριών αυτών, όπως ταις ανοίγωσι τον δρόμον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν