United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι συγχρόνως εισήρχετο εις του κυρ-Στρατή την τραπεζαρίαν ο εφημέριος του νεκροταφείου, κρατών φανάριον εις την μίαν χείρα και χιλιάρικην εις την άλλην. — Σας ανεκάλυψα τέλος πάντων! Έτσι κρυφά λοιπόν; Έτριβα επί ώραν τους οφθαλμούς μου.

Επειδή δε ο κυρ-Στρατής ήτο ψάλτης του νεκροταφείου: — Θα είνε πεθαμένα! είπον. Εταράχθην. Διέκοψα την πρόποσιν, υποκριθείς βήχοντα·Χριστός και Παναγία! βρε άλλε ! Είπεν ο κυρ-Στρατής, ως άλλη μήτηρ προστάτις. Αλλ' ήτο αδύνατον πλέον να ησυχάσω. Όμως προσεπάθουν να κρύπτωμαι όσον το δυνατόν. Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον.

Τούτους είχε μιμηθή και η χήρα Π. Χ. Καθώς ήτον ο τάφος, νεόκτιστος, ασβεστωμένος, και με υγράν ακόμη κονίαν, μίαν εσπέραν θερινήν, η συνταξιούχος γερόντισσα, συνοδευομένη από την μικράν Αφέντραν, δευτέραν ανεψιάν της, δωδεκαετή τότε παιδίσκην, προς ην εφαίνετο να τρέφη στοργήν τινα, ενώ επέστρεφον από την άμπελον, ολίγον μετά την δύσιν του ηλίου, με τα καλαθάκια των υπό τους αγκώνας κρεμάμενα, διήλθαν έξωθι του νεκροταφείου.

Κατά την έναρξιν του Ιερού αγώνος, η σφαγή των φιλελλήνων εν Πέτα και η καταστροφή του Διάκου εν Θερμοπύλαις παρίστανται ως ουρανομήκεις μέλαιναι κυπάρισσοι παρά τη εισόδω του μεγάλου νεκροταφείου της επαναστάσεως.

Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα. Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

Ο κυρ-Στρατής, ένας κοντός και χονδρός ανθρωπάκος, με μίαν κεφαλήν φαλακράν και στρογγύλην ως κολοκύνθην, και με πρόσωπον κατακόκκινον ως κόκκινην κολοκύνθην, με δύο μάτια μεγάλα ως κάστανα, ήτο ιεροψάλτης του νεκροταφείου, αρχαίος φίλος μας.

Και τότε οι τελούντες το μνημόσυνον χριστιανοί μετά πολλής χαράς έδιδον δύο ρεγκίναις εις τον «πονετικόν ψάλτην» — αυτά τα νομίσματα ήσαν τότεδιά τον κόπον του». — Ο καϋμένος! Δηλαδή ήτο να κλαίη άνθρωπος, όταν έψαλλεν ο κυρ Στρατής. Τόσον, οπού ο παπα-Γιάννης, ο εφημέριος του νεκροταφείου, ένας με πράσινα γυαλιά, το είχε βαθύ παράπονον: — Να μη μπορώ κ' εγώ να τα καταφέρω έτσι!

Χρυσά σύννεφα στεφάνωναν τον λόφο και τα ερείπια και η γλυκύτητα και η ησυχία του πρωινού έδιναν σ’ όλο το τοπίο μια ηρεμία νεκροταφείου. Το παρελθόν κυριαρχούσε ακόμη στον τόπο. Τα ίδια τα κόκαλα των νεκρών έμοιαζαν να είναι τα λουλούδια του, τα σύννεφα το διάδημά του. Αυτό δεν έκανε καμία εντύπωση στη Νοέμι.

Συλλέξαντες δι' εράνου τρεις δραχμάς κατεπείσαμεν δι' αυτών τον νεκροθάπτην ν' αποθέση το λείψανον του Πλούτωνος εις λάκκον σκαφέντα πλησίον του νεκροταφείου, αφού αδύνατον ήτο να ταφή εντός αυτού διά τον λόγον ότι είχε τεσσάρας πόδας.

Ουχί ολιγώτερον της τοποθεσίας αγροτική είνε και του νεκροταφείου η όψις.