Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
— Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του. Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά προς τον οινοπώλην. — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου; — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας.
— 'Γώ να σου πω φοβήθηκα κομμάτι, απήντησε και ο άλλος ποιμήν, πλησιάσας και αυτός υπό την κάπαν του αντικρύ, γιατί έφερνε γύρω 'ς το Κάστρο σαν νάθελε να βγάλη όξω ανθρώπους. — Ήταν από την μπονάτσα. Δεν εδούλευαν καλά τα πανιά. — Μπε! μπε! ανεμίχθησαν οξείαι φωναί εις την ομιλίαν. Και ήλθε το παιδίον τρέχον υπό την μικράν του κάπαν, δύο αρτιγέννητα αιγίδια φέρον εις τας αγκάλας.
Ήρεμος, απαλή, πηκτή η γαλανή θάλασσα, την έφερεν ελαφράν εις τα δροσερά της νώτα, κούκλαν μικράν 'ς την καταπρασίνη αγκαλιά της, θαρρείς κ' η θάλασσα επλάσθη δι' αυτήν. Κ' εκείνη γλυκά-γλυκά την έψαυε, καταπρασίνη, αρμονικώς συνδυάζουσα το χρυσαυγές χρώμα της με το γλαυκόν της θαλάσσης χρώμα, θαρρείς κ' επλάσθη διά την θάλασσαν. — Ν' αρμένιζα μαζί της! Η θάλασσα, μπονάτσα — λάδι, κοιμάται.
Εκρατείτο σπασμωδικώς από τον πρυμναίον ζυγόν, από τον θριγκόν της πρύμνης. — Βγάλε με! βγάλε με! εκραύγασε. — Τι έπαθες, βρε άνθρωπε, σε καλό σου! — Βγάλε με, όξου, δεν μπορού. Δεν μπορού τη φευγάλα τσ' βάρκας. — Μη φοβάσαι, δεν είνε φουρτούνα. &Μπονάτσα&, κάλμα. — Βγάλε με όξου, σ' λένε. Τι μ' κρένεις αυτού; — Τώρα λιγάκι κ' εφθάσαμε. Κάμε το σταυρό σου. Τράβα μια ρακιά.
Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε.
Αλλά κι' αν εξακολουθούσε ακόμη μπονάτσα, κι' αν έβγαιναν Τούρκοι, ο Κουμπής έκοβε το σπαθί του, και τα είχε καλά με τους αγάδες, «για το καλό της χριστιανωσύνης», και δεν ετολμούσαν να πειράξουν άνθρωπον.
— Μα πώς εβολτατζάριζεν εδώ γύρω τόση ώρα! Είχε από το δειλινό από κάτω από το Κάστρο. Τώβλεπα τόση ώρα από το 'ρμάνι. — Μα σου είπα. από την μπονάτσα. Το ξούργιασαν τα ρέμματα. Ήταν για κάτω. — Έτσι άδειο για κάτω;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν