Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Πίσω στην πρύμη, ξεσκούφωτος, με το μακρουλό κεφάλι του, μούσκεμα. Γεμάτη νερό η κουβέρτα . . . . . — . . . . Και λύτρωσον ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως . . .» Εξηκολούθει ο ιερεύς. — Αχ! πάει! θα πέσητον Μώλο! Δεν θα καβαντσάρη! — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ. Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι, καπετάν Βγενιέ! Ηκούσθη πάλιν από του λιμένος φωνή· η φωνή του καπετάν Μήτρου. — Κύττα, παπά μου!

Και γυρίζοντας στη γριά. Κουνήσου ντε! της φώναξε· πριν μώκανες τη νια· δείξε μας το λοιπόν τα νιάτα σου. Γλήγορα φωτιά, στρώματα, ρούχα! Σφάξε και την κόττα τη λαθουράτη και ρίχτηνε στην κατσαρόλα. — Μα είσαι μούσκεμα, Κυρά! είπε η Ελπίδα, πιάνοντας τα ρούχα της κυρά Πανώριας. Βραχήκατε στο δρόμο;

Κύττα και συ! διέκοψε κατά τας τελευταίας αιτήσεις η δεομένη την παράκλησιν, και σπεύδουσα να εξέλθη και πάλιν επιστρέφουσα. — Δεν βλέπω, παιδί μου! υπέλαβεν ο γέρων. — Νά! εκεί δα εκείνα τα δυο πανάκια. Αχ! . . . Θα πέση επάνω 'ςτο Μπούρτσι! Νά, ο καπετάν Βγενιός! πιστίλι, μούσκεμα! Δεν του το είπα του βλουημένου!; . . . Και σταυροκοπουμένη και γονυπετούσα εδέετο. — Παναγία μου!

Άναψε και το καντήλι· άναψέ τα όλα στη χάρι του. Ήθελε να δωροδοκήση τον άγιο, να τον βάλη μεσίτη και σωτήρα στον άφευκτό μας καταποντισμό. Αλλά του κάκου! Ο άγιος, δεν εμεσίτευε. Δεν ήθελε να μας σώση. Ο χιονιάς όλο κ' εδυνάμωνε. Η θάλασσα εβρυχόταν και άφριζε κ' ετίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο απάνω μας. Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξευρα αν ήμουν από τη θάλασσα ή από τον ουρανό.

Τo κορμί της μόλις ξεχώριζε, πλάκα κάτω απ’ το πάπλωμα-ακίνητο Κοιμόταν- Η Λιόλια-η φιλημένη Λιόλια-ξεγλύστρησε σα σκιά πίσω απ’το κρεββάτι . . τράβηξε αποκάτω απ’ τον κρεββατιού το γύρο που τάχε μπόγο απ’ την ημέρα τα ρούχα του ύπνου κ' έστρωσε το σελτέ της. . . και, κουβαριασμένη αυτού χάμω, γλήγορα-γλήγορα γδύθηκε από μέσ' απ’ το πάπλωμα. . και πια δε φάνηκε Ο Νίκος τραβήχτηκε στην άλλη άκρη, για να μην ξυπνήση τη Βεργινία. . . Εκεί που έκανε να πέση στο στρώμα ανασηκώνοντας προσεχτικά το πάπλωμα, γύρισ' έξαφνα η Βεργινία το κεφάλι της: κ’ είδε τότες ο Νίκος να λαμποκοπούνε στο φως του καντηλιού τα ματόκλαδα της από στάλες διαμαντένιες σαν κ’ εκείνες που βλέπεις ύστερ’ από βροχή, κάποιο ξαστερωμένο σουρούπωμα, στακρόφυλλα των δένδρων, στης ακακίας και της «Κλαίουσας» τα φύλλα που είναι βαρειές απ’ το πολύ το φέγγος κι ολόφεγγες απ‘ το θλιμμένο βάρος. . μα οι στάλες δε θέλουνε να πέσουν- Τα προσκέφαλα ήτανε μούσκεμα πέρα ως πέρα από τα δάκρυα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν