Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει, κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον. ΠΡΙΓΚΗΨ Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη, κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;
ΖΕΥΣ. Δεν μας μένει λοιπόν τίποτε άλλο να πράξωμεν παρά να σκύψωμεν εκ του ουρανού και να παρακολουθήσωμεν την συζήτησιν ώστε ας αφαιρέσουν αι Ώραι τον μοχλόν και απομακρύνουσαι τα νέφη ας ανοίξουν τας πύλας του ουρανού. Θεέ μου, πόσοι έχουν συναχθή διά να τους ακούσουν!
Ο Φούρβης δεν ετόλμησε ν' αντιστή, και εξήλθε μετά του Σκούντα, όστις εκράτει αυτόν σφιγκτώς εκ του βραχίονος. Ότε είδε την Αϊμάν, είπεν ο Φούρβης· — Αυτή πάλι τι είνε; — Σιωπή, είπεν ο Σκούντας. Ο Φούρβης εισήγαγε την κλείδα εις το μικρόν κλείθρον αποσύρας τον μοχλόν και ήνοιξε την θυρίδα. — Απ' εδώ ειμπορείτε να εβγήτε, είπε· δεν είνε ανάγκη νανοίξωμεν την μεγάλη.
Αντεχαιρέτιζεν ο αρχιεργάτης, με λαδωμένον υαλίζοντα ως βαύκαλιν υψηλόν κούκκον και ρυπαράν ποδιάν, απτόμενος ελαφρά-ελαφρά του μοχλού — της μακράς δρυίνης μανέλλας, — της περιστρεφούσης τον κοχλιώδη σιδηρούν άτρακτον, μόνον ίνα διευθύνη την κίνησιν, ενώ τρεις άλλοι νεανίαι ως λαδωμένοι ποντικοί, ακτένιστοι, χασμώμενοι, μόλις εγερθέντες — η πρωινή φρουρά — εντός της ομίχλης, παραπλεύρως της μηχανής, περιέστρεφον επιμόχθως τον αργάτην τον προσέλκοντα τον μοχλόν, την παχείαν μανέλλαν, διά χονδρού καραβοσχοίνου περιελισσομένου περί αυτόν.
— Μ' έστειλε ο Γιάννης, απήντησεν έξωθεν της κλειστής θύρας η Χαδούλα, χωρίς να είπη τ' όνομά της, για να κάμω γιατρικά της λεχώνας. — Τέτοιαν ώρα; — Δεν 'μπόρεσα 'νωρίτερα να 'ρθώ. — Πού τον ηύρες; — Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμμα. Η γραία απέσυρε τον μοχλόν και ήνοιξε την θύραν. — Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, εσκέφθη καθ' εαυτήν η Φραγκογιαννού· 'ς αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα.
Οι δε Θηβαίοι άμα εγνώρισαν την απάτην, επύκνωσαν τους ζυγούς και απώθουν τας προσβολάς των επιτιθεμένων. Κάποιος Πλαταιεύς, την πύλην διά της οποίας εισήλθον και η οποία μόνη ήτο ανεωγμένη, έκλεισε διά σιδηρού ακοντίου το οποίον εισήγαγεν εις τον μοχλόν αντί σύρτου, ώστε και εκ τούτου του μέρους εκλείσθη η έξοδος.
Δύο πύλας είχεν η ευρεία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλημμένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ή με τον μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ' αι δύο ευρίσκοντο μετ' ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβαναν συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας.
Και του λοιπού εζήσαμεν ως εξής• άμα εφθάναμεν εις κανέν πανδοχείον, έπαιρνε τον μοχλόν της θύρας, την σκούπαν ή το γουδοκόπανον, το ένδυνε με φορέματα και με μίαν επωδήν το έκανε να περιπατή και να φαίνεται ως άνθρωπος.
— Σηκώσου, πατέρα, ή θα φύγω. — Φύγε. Η Αϊμά μετέβη εις την θύραν, αλλ' αύτη ήτο κλειστή. Τότε ενεθυμήθη ότι είχε αυτή την κλείδα, και ερευνήσασα εις το ένδυμά της την εύρε. Προσήρμοσεν εις το κλείθρον την κλείδα, απώθησε τον μοχλόν. Ο μοχλός απεσύρθη και το κλείθρον ηνοίχθη. Αλλ' η θύρα έμενε κλειστή.
Κατ' αυτό το διάστημα οι μετά των επτά στρατιωτών εισελθόντες Τορωναίοι παρεσκευάζοντο ένδοθεν· αφού συνέτριψαν την μικράν πύλην και κόψαντες τον μοχλόν ήνοιξαν τας προς την αγοράν πύλας, πρώτον μεν εισήγαγόν τινας διά της μικράς πύλης, διά να εκφοβίσουν εκ των νώτων και αμφοτέρωθεν τους εν τη πόλει αγνοούντας τα πραττόμενα· έπειτα ύψωσαν κατά τα συμφωνημένα το πύρινον σημείον και εισήγαγον διά των κατά την αγοράν πυλών τους λοιπούς πελταστάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν