Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Είχαν τότες στου Κυρ Θωμά παρακόρη την κουφή τη Μαρία, που είχε μάτια και γλώσσα, κ' έβλεπε, λέει, από την κλειδότρυπα, και μια φορά, λέει, εκεί που κοίταζε τον αφεντικό να γλυκοκοιμάται, και την κερά να γλυκοφιλιέται με τον παπά, της ήρθε, λέει, σα λιγούρα, και λιγοθύμησε.
Χωρίς να τηνέ ρωτήση τι έλεγαν οι γυναίκες, κύτταζε η Λιόλια, κύτταζε το παιδί, βούλιαζε τη ματιά της μέσα στην κερένια σάρκα του, λες κ’ ήθελε να βγάλη απομέσα κάποιο φριχτό μυστικό πούχανε δη εκείνες, ψηλαφούσε με τη ματιά της το προσωπάκι το χλωμό, σα νάθελε να μαζέψη αποπάνω του τα λόγια των γυναικώνε: μαυράδια που το λέρωναν. . κ' έξαφνα εκεί που κύτταζε πέρασε μπρος απ’ τα μάτια της ένα χλωμό φεγγάρι και φώτισε του παιδιού το πρόσωπο. . και τότε είδε. . και κατάλαβε κ' έβγαλε μια φωνή και λιγοθύμησε. . . Αυτή η ματιά του φεγγαριού ήτον πιο τρομερή απ’ όλες τις άλλες. . . Σαν ήρθ' ο Νίκος σπίτι, μεσημέρι περασμένο, ήτον κατακίτρινος: του τάχαν προφτασμένα οι γυναίκες τα γεννητούρια του παιδιού του και πως δεν ήτονε για ζωή, εφταμηνίτικο καθώς ήτον και καλύτερα, γιατί και να ζούσε δεν θα το χαιρόταν ούτ’ αυτός ούτ' η Λιόλια επειδής που μοιάζε πολύ της μακαρίτισσας.
Ένεκα που λιγοθύμησε ο ξένος τόσο ξαφνικά και τόσο ανεπάντεχα, έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της Κώσταινας, για να μάθουν τι και πώς έγεινε, αλλά ο ξένος κοίτονταν βουβός και δε μπορούσε να μιλήση. Σ' αυτό απάνω κατάφτασε κι' ο παπάς, γιατί είχε μάθει από πριν ότι κάποια σχέση είταν ανάμεσα του ισκιωματιού, που φάνηκε τη νύχτα κι' εκεινού του ξένου.
Σου ορκίζομαι όμως στην ψυχή της μάνας μου πως εγώ την σεβάστηκα πάντα τη Νοέμι, σαν να ήταν κάτι το ιερό…. Και όμως, ναι, σου το λέω, επειδή ξέρω πως μπορώ να σου το πω, μόνο μια φορά, όταν εκείνη λιγοθύμησε κι εγώ έκλαψα επάνω από τα μάτια της, ναι, μπορώ να σου το πω, όπως θα μπορούσα να το πω και στη μάνα μου, με την ίδια αθωότητα , ναι, κοιταχτήκαμε… μέσα από τα δάκρυα, και ίσως τότε… ίσως τότε… Δεν ξέρω, να, δεν σου λέω άλλα.
Την αλάλιασε την άμοιρη τη Βεργινία που της απαντούσε με κάτι ξεψυχισμένα λόγια, με κανένα κούνημα του χεριού, στην αρχή κ' έπειτα καθόλου πια, παρά κοιτόταν με το πρόσωπο χαρτί βαθιά μέσα στο προσκέφαλο, κι άφηνε και της εσούβλιζε την ψυχή και της περίχυνε το κορμί της με ζεστά λάδια και με νερά παγωμένα το άρρωστο της το κορμί πλάκα κάτω απ'το γαλάζιο πάπλωμα-ως που λιγοθύμησε Τηνέ συνέφερε σε λιγάκι πάλι η καλή της η φιλενάδα με σπίρτο του καμινέτου που της έτριψε τα μηλίγγια και τα χέρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν