Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Ολημερίς επήγαινα, και 'ς του ήλιου τη δύσι 'Σ τη Λήμνο κάτω έπεσα, ψυχήν με πολλά 'λίγην. Κ' ευθύς εκεί σαν έπεσα μ' εσήκωσαν οι Σίντες. Έτσ' είπε· κ' η ασπράγκαλη εχαμογέλασ' Ήρα. Κι' απ' τον υιόν της δέχθηκε γελώντας το ποτήρι. Κέρασ' αυτός και τους θεούς τους άλλους επιδέξια, Απ' τον κρατήρα χύνοντας νέκταρ γλυκόν εις όλους.
Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησιάς, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.
Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυτάζοντάς τον, κ' είπα: — Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας; Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτή μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου.
Είδες!.. .σαν βγαίνει 'ςταίς κορφαίς όλος ο Κόσμος λάμπει, Και σαν παρθένα νηόνυμφη η Πλάση ξημερώνει Μ' ανθούς, με χόρτα, με δροσιαίς, μ' αηδόνια στολισμένη· Κι' αυτός σαν φεύγει, μάνα μου ο Κόσμος σκοταδιάζει. Μούπε πως είνε βασιληά και μάγισσας αγόρι... Αποσταμένος κάθονταν 'ςτήν βρύση 'λίγην ώρα.
— Ξύπνα, Λαμπράκη, κι' άναψε το έρμο το λυχνάρι, Πάρε κλαδιά αφ' τον οβορό, φέρε τα 'ςτό καλύβι, Και χτύπα τα στουρνάρια μου λίγην φωτιά να κάμης. Τι ο Νίκας δεν είνε καλά και δεν τον βρίσκ' η αυγούλα. Σήκου, ωρέ Νίκα, κρίνε μου, κρίνε μου τ' ακριβού σου Τον Λάζου, του σταυραδερφού, που σε ψυχοπονιέται.
Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησίας, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γιατί αυτός, είναι τρανός και δυνατός, κι' από της Κοισύρες μία μου τον εχει γεννημένο της ελαφροπεταλούδες. Έμβα και περίμενέ με μέσ' στο σπίτι λίγην ώρα.
Εχαμογέλασα με τ' αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυττάζοντάς τον, κ' είπα : — Δεν τον γνωρίζετε το βασιλιά μας; Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα 'ςτη μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ' ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ' εκύτταζαν όλοι, σα νάθελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ' όνομα του βασιλιά τούτου.
Έσυρα τον Λευθέρη κ' εβγήκαμε απ' το μοναστήρι. — Η χάρι της, του είπα, θα σε κάμη καλά. Εκινήσαμε, καταπόδι 'ς άλλους, που τους βλέπαμε να τρέχουν μπροστά. Ήτον μεσάνυχτα. Περπατήσαμε κάμποσο ανήφορο, και σε λίγην ώρα φτάσαμε στη σπηλιά. Ήτον μία σπηλιά ωραία, στον βράχο τον θεόρατο, με χρώμα σταχτερό, που έσταζε δροσιές ολόγυρα. Μοσχοβολούσε ο τόπος από θυμάρια, από σκοίνους κι' αγριοδυόσμο.
Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισά 'ς την αδελφή μου, και τα μισά 'ς τη μάννα σου. — Γιατί; — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε για παιδιά. — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν; — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ' αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω. — Καλά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν