United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στάσου βέβαιος ότι εγώ είμαι εκείνη η ταλαίπωρος Δηλαρά, που σε εδέχθηκα εις το σπήτί μου με τον βασιλέα Μοργάν· και που με τα άπρεπά μου μετωρίσματα, σε έκαμα μισητόν προς τον βασιλέα και που πρέπει να με στοχασθής διά μίαν μεγάλην έχθρισσαν, με το να είμαι εγώ η αιτία της συμφοράς σου. Παύσε, ω κυρά μου, απεκρίθη ο Κουλούφ, παύσε εις το να ονειδίζεσαι. Ο ουρανός έτσι ηθέλησεν.

Επειδή και έχει την τύχην λέγει ο Κουλούφ, διά να είναι της αρεσκείας σου, δεν είναι πλέον ιδικός μου, αλλά ιδικός σου, Κυρά μου. Εκεί που έτσι ωμιλούσαν, ήλθε μία σκλάβα και έδωκε είδησιν, ότι ο δείπνος ήτον έτοιμος.

Ο κυρ Μανωλάκης ήθελεν ησυχίαν και ανάπαυσιν, αλλ' η κυρά- Μανωλάκαινα τουναντίον ήθελεν ανησυχίαν και κίνησιν. Αυτή σαν ήθελε να κάθεται κλεισμένη, έλεγε, δεν πανδρευότανε. Αυτή είχε τόσα προτερήματα, τόσα καμώματα ευγενικά· περιπλέον είχε τόσα στολίδια. Ήθελε λοιπόν να τα επιδείξη, προτερήματα και στολίδια. Γι' αυτό πανδρεύονται οι άνθρωποι!

Αλλ' αν ο κυρ-Μανωλάκης είχε τόσους πειρασμούς να υπερνικήση, πολλάκις αγανακτών και κακολογών τους παρεμβαίνοντας εις την διοίκησίν του, χωρίς να ξεύρουνήτο οπαδός του συγκεντρωτικού συστήματος — η κυρά Μανωλάκαινα έδρεπεν όλας τας δάφνας της εξουσίας του συζύγου της. Ιδίως τας ηδονάς και τρυφερότητας αυτής ησθάνθη την μεγάλην εβδομάδα.

Αυτή ενήστευε μόνον αφ' ότου έφυγαν από τον πύργον, ενώ ο Γιάννος ενήστευε και πρότερον εις την φυλακήν που ηδύνατο αυτός να φάγη το ξερό και μαύρο ψωμί της Κυρά Ρήνης· τα δόντια του αντί να το κόψουν ηκονίζοντο επάνω του σαν μαχαίρι εις τ' ακόνι. . . Η φυλακή, η υγρά εκείνη φυλακή, αποτρόπαιος και μεγάλη βδέλλα, του είχε ροφήσει το αίμα· το πρόσωπόν του ήτο κίτρινον σαν το κερί· τόρ' ο δρόμος και αι συγκινήσεις τον κατεκούρασαν· ναι, ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη!. . .

Ο Βασιλεύς που δεν είχεν ακούσει ακόμη τινά να τραγουδήση έτσι νόστιμα και γλυκά, ομοίως και να λαλήση με τόσην τελειότητα, του άρεσε τόσον, που μη ενθυμώντας πλέον πως έκανε τον σκλάβον, εφώναξεν από την ηδονήν του. Εσύ, Κυρά μου, με κάνεις να υπάγω εις έκστασιν. Ο Ισαάκ, πρώτος μου τραγουδιστής, ωνομασμένος εις διάφορα βασίλεια διά την φωνήν του, δεν είναι αρκετός να σε φθάση.

Η Μαλτούλα και η κυρά της έδωκαν πίστιν εις τον μύθον μου· αυτές με επίστευσαν διά Μωάμεθ, και εγώ απόλαυσα το ποθούμενον από τον πιστευμόν τους· και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός με την βασιλοπούλαν της Γάζνας.

Δεν ημπορώ να παντρευτώ, κυρά μου, πίστεψέ με, Κι’ ο Γιάννος κι’ η μαννούλα του να μη μου τώχουν κάκια.

Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του. Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες.

Η κυρά του όμως γελούσε πάλι κι εκείνος εξοργίστηκε παρά τη θέλησή του. «Πού είναι το αστείο; Μήπως δεν είναι δυστυχισμένος ο ντον Πρέντου; Μέχρις ότου τον λυπηθείτε, ντόνα Νοέμι…. Κι όμως, είναι καλός