United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της έφερεν άρτον, τεμάχιον κρύου βραστού, υπόλοιπον του γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οίνου, και την εγκατέστησεν επάνω εις τον σοφάν του μικρού κατωγείου, του χρησιμεύοντος ως αποθήκη διαφόρων οικιακών σκευών.

Εκράτει και εκρότει διά των χειρών της τα χρυσά φλωρία, ων η χρυσή λάμψις από το φως του λυχναρίου απαστράψασα αντανακλάτο επί του ωχρού προσώπου της ως διά χρυσών ακτίνων και χρυσής αίγλης, περιβάλλουσα όλην εκείνην την σεμνήν της παρθένου μορφήν, ήτις έφεγγεν εν μέσω του σκοτεινού κατωγείου ως μορφή μάρτυρος στεφανηφορούσα.

Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαθέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο, μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων.

Μόνον οι διερχόμενοι ενίοτε από την οικίαν της γραίας Αχτίτσας, αποθανούσης μετά τινας μήνας εκ της λύπης της, διότι δεν ηδύνατο να βλέπη ανύπανδρον την μοναχοκόρην της, ήκουον πένθιμον φωνήν μαυροφορούσης κόρης, ήτις ετραγώδει ως να εμοιρολόγει κάτω εις την σκοτίαν και τας αράχνας του κατωγείου. Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθεί κ' η μάννα τσ' δεν το ξέρει πως δε θα σηκωθή . . .

Εκτός του παιδός, ουδείς εφαίνετο εν τη αυλή. Εισήλθον εις το πλακόστρωτον και πως δροσερόν κατώγειον — κ' εδώ ούτε ψυχή. Εκάλεσα μετά τινος ανυπομονησίας την μητέρα μου, τον αδελφόν μου, ουδείς απεκρίθη. Η μικρά προς τον κήπον θύρα εις το βάθος του κατωγείου ήτο, παρά το σύνηθες, ολίγον ανοικτή.

Τωόντι από της ανοικτής κλαβανής ανήρχετο από του κατωγείου ευώδης οσμή ψητού· και μάλιστα ψητού χοιριδίου. Ενόμιζέ τις ότι η ευσεβής Κρατήρα, επανελθούσα από την θείαν λειτουργίαν των Χριστουγέννων, εκόμισε μεθ' εαυτής και το χορταστικόν άρωμα της κρεωφαγίας μετά την τεσσαρακονθήμερον νηστείαν.

Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι. — Μωρή! σ' έφαγα . . . τώρα δα πιω το αίμα σου! έκραζεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη, και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.

Και προχωρών κατήλθε διά της κλαβανής εις το κατώγειον οπόθεν ανήρχετο η ευωδία. Η Κρατήρα απέμεινε μ' εσταυρωμένας τας χείρας, ο δε Κομποδήμος βλέπων το ταψίον εψιθύρισε: — Δεν τώπερνα εγώ προτήτερα! Μετ' ολίγον ηκούσθησαν κτύποι πυκνοί από του κατωγείου ως να εκρούετο ραβδίον επί του δαπέδου και συγχρόνως φωναί: — Νά! Νά! Νά! Ο Κομποδήμος κατήλθε τότε παραπατών εις το κατώγειον.

Η Μαρουσώ της είχε δώσει το κλειδί του μικρού κατωγείου, της είπε να εξέλθη διά της ιδιαιτέρας θύρας τούτου προς την οδόν, να κλειδώση έξωθεν, και να πάρη το κλειδί μαζί της, διά να το μεταχειρισθή πάλιν την άλλην νύκτα, αν έμελλε να επανέλθη.