United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Ταχέρ σχεδόν ήθελε να σκάση από την χολήν του και από τον θυμόν του· αλλά μην ημπορώντας να κάμη αλλέως από την απόφασιν του Κατή, άφησε και εβγήκαν από το σπήτι του, μαζί με όλην την προίκα που είχε φέρει η Δηλαρά εκεί, και επήγαν και εκάθησαν εις ένα άλλο σπήτι, εις την πόρταν του οποίου ο Κατής έβαλε φύλακας διά να μη φύγουν έως που να γυρίση το μετζίλι με τα βεβαιωτικά γράμματα διά τον Κουλούφ.

Της απεκρίθη ο βασιλεύς· με την ιδίαν πλαστήν φωνήν του αράπη, όμως με θυμόν, λέγοντάς της· όσον ενήργησες, δεν είναι αρκετόν διά να με θεραπεύση ολόκληρον, πρέπει να ξεριζώσης την αιτίαν και όλην την ρίζαν του πάθους μου.

Τότε η γυναίκα μου λέγει· ήξευρε ότι εγώ είμαι μία εξωτική· ιδού που σου εφύλαξα την ζωήν, διά την αγάπην και περιποίησιν που έδειξες εις εμένα, και ήξευρε ότι έχω θυμόν και οργήν ακατάπαυστον εναντίον των αδελφών σου, και θέλω κάμει παντοίους τρόπους διά να τους καταβυθίσω εις την άβυσσον της θαλάσσης μαζί με το πλοίον τους.

Η Αρφανούλα ένεκα συσσωρεύσεως παραγγελιών εν τω εργοστασίω, δεν έλαβε καιρόν να φροντίση εγκαίρως· και ούτως με την νέαν επιχείρησιν του αδελφού της εζημιώθη άλλας χιλίας δραχμάς. Επήγε να σκάση από τον θυμόν του ο Μπάρμπα-Σταυρής.

Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι. τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου, μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε• 35 «Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη• ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει! 'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο• κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε.

Αλλ' εις τα τοιαύτα γελάσματα, ω Ερμή, τα οποία συμβαίνουν εις τα συμπόσια, δεν πρέπει νομίζω κανείς ναποδίδη σημασίαν, και αν συμβή τι μεταξύ συμποσιαζόντων, πρέπει να το νομίζουν αστειότητα και ν' αφίνουν τον θυμόν, τον οποίον τυχόν ησθάνθησαν, εις το συμπόσιον• να κρατούν όμως έχθραν και να μνησικακούν και να διατηρούν παλαιάν οργήν, τούτο ούτε εις θεούς ούτε εις βασιλείς αρμόζει.

Ο παπα-Στουπής, φίλε μου, μόλις του πάνε την διαταγήν του Μητροπολίτου «Τι έκαμε λέειεφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία, και άρχισε από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τι έκαμε λέειεπανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα, με θυμόν.

Ο Βάκις πολύ ορθά προείπε τα εξής• Αλλ' οπόταν Κυνικός πολυώνυμος ες φλόγα πολλήν Πηδήση δόξης υπ' εριννύι θυμόν ορινθείς, Δη τότε τους άλλους κυναλώπεκας, οί οι έπονται, Μιμείσθαι χρη πότμον αποιχομένοιο λύκοιο.

Ούτω τον αυτού θυμόν ορμαίνει πεσών κακφυσιών οξείαν αίματος σφαγήν βάλλει μ' ερεμνή ψακάδι φοινίας δρόσου, χαίρουσαν ουδέν ήσσον, ή διοςδότω γάνει σπορητός κάλυκος εν λοχεύμασιν. ως ώδ' εχόντων, πρέσβος Αργείων τόδε, χαίροιτ' αν, ει χαίροιτ', εγώ δ' επεύχομαι... Εγώ δ' ατρέστω καρδία προς ειδότας λέγω. Συ δ' αινείν είτε με ψέγειν θέλεις όμοιον.

Σύρε το λοιπόν εις τον θάνατον, του απεκρίθη ο Οφφικιάλλος με θυμόν, επειδή και δεν ακούεις το συμφέρον σου· και ούτω τον άφησε και εμπήκεν εις το παλάτι. Και εκεί που έμβαινεν άκουεν άλλους να λέγουν, πόσον ωραίον είνε τούτο το βασιλόπουλον, και αμαρτία είνε να αποθάνη έτσι αδίκως. Τέλος πάντων ο Καλάφ έφθασεν εκεί που ο Βασιλεύς έστεκε και έδιδε ακρόασιν του λαού.