United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξαφνα ένα πρωί μανθάνω ότι την προτεραίαν η άπιστη αυτή είχε στεφανωθή μ' ένα έμπορον, ένα κοθόνι, έναν . . . Τόσω μ' επείραξε που δεν επρόσεξα πλέον εις γυναίκα . . . » Εις τον περίπατον, μια πρωινή, συνηντήθημεν μ' ένα νέον καλού εξωτερικού, όστις μας εχαιρέτισε με πολλήν ευγένειαν. — Τι κάνεις Παναγιώτη; τον ερώτησεν ο Σοφοκλής. — Καλά, κυρ Σοφοκλή· κάτι δε φαινόσαστε απ' το μαγαζί;

Ο λαός εμάντευσε τι έμελλε να επακολουθήση και τους εχαιρέτισε διά κραυγών ευχαριστήσεως. Οι Νουμήδαι επλησίασαν εις τον γύρον της κονίστρας και ήρχισαν να κατατοξεύωσι τα θηρία. Ήτο πράγματι θέαμα νέον. Τα εβενώδη σώματα με τα ευλύγιστα μέλη έκλινον προς τα οπίσω και τα βέλη έπιπτον ως βροχή επί των θηρίων.

Το δε παπί εγύρισε την κεφαλήν του απ’ εδώ και απ’ εκεί, και εχαιρέτισε όπως καλλίτερα ημπορούσε. Ασχημιάν όπου την έχεις! είπαν αι αγριοπάπιαι. Αλλά τι μας μέλει, αφού δεν θα συμπεθερεύσωμεν μαζή σου. Το κακόμοιρον! Δεν είχεν εις τον νουν του γάμους και συμπεθερεύματα, αλλά μόνον ήλπιζε να το αφήσουν να κοιμάται ήσυχον εις τα καλάμια και να πίνη από το νερόν του βάλτου. Εκεί έμεινε δύο ημέρας.

— Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην, απήντησεν ο Έλλην. Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε. — Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής, αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα ηδύνατο να βασιλεύση εκεί. — Χωρίς άλλο, φίλε μου.

Σαν αντίκρυσε τον 'γούμενο και τη μάννα του, εμουρμούρισε κάτι σαν χαιρετισμό με την τρεμουλιαστή γλυκειά φωνή του και επροχώοησε προς την αυλόθυρα. Ο παππά Συνέσιος τον εχαιρέτισε με βαθειά υπόκλισι και σαν απομακρύνθηκε, είπε! — Άλλη κουτομαρία ετούτος πάλι. — Χαμένο κορμί! είπε για εικοστή φορά η μάννα του κ' ευθύς εσηκώθη κι' ανέβηκε στο 'γουμενειό.

Ευτυχώς βλέπει αιφνιδίως εκεί ένα ίππον προσδεδεμένον εις κορμόν δένδρου, και ακούει φωνήν ανθρωπίνην. Δύο άνθρωποι εκάθηντο παρά την οδόν και συνδιελέγοντο. Η Αϊμά δεν ήκουσε τι έλεγαν, καθότι δεν είχε περιέργειαν ν' ακούση λέξεις, αλλ' επεθύμει φωνήν ανθρωπίνην. Τους εχαιρέτισε και διέβη. Αλλ' αίφνης η φωνή του ενός των δύο ανθρώπων παρήγαγε παλμούς εις την καρδίαν της. Η νέα εσταμάτησεν άκουσα.