Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Ο βοσκός εν τω μεταξύ εκύτταζε τα αιγοπρόβατα του, τα εφώναζε «Τίβι! τίβι! . . . όι! όιΕπροσπάθει να τα συμμαζέψη και τα φέρη προς τον ανήφορον, διά να τα οδηγήση προς την ράχιν την μεσημβρινήν, όπου ευρίσκετο η στάνη του. Οι δύο άνδρες εχαιρέτισαν τον Λυρίγκον. Είτα τον ηρώτησαν αν είδε «κείνη την παληογυναίκα, πώς την λεν, την Φραγκογιαννού». Ο Λυρίγκος είπεν όχι.

Όταν όμως εκινδύνευε το πλοίον και ευρίσκετο μεταξύ των υφάλων και ωθείτο προς τους βράχους υπό της τρικυμίας υπέσχετο να μας προσφέρη ολοκλήρους εκατόμβας. Ταύτα σκεπτόμενος έφθασα μέχρι της Ποικίλης Στoάς, όπου βλέπω μέγα πλήθος ανθρώπων συνηθροισμένων• και άλλοι μεν ήσαν εντός της στoάς, πολλοί δε έξω.

Μη δυνηθείσα όμως, όσον και αν ετυράννησε την μικράν της ξανθήν κεφαλήν, να απαντήση εις τα ίδια αυτής ερωτήματα, απεφάσισε να περιέλθη το μέγαρον όλον, ούτινος μικρόν βεβαίως μόνον μέρος απετέλει ο κοιτών εν ώ ευρίσκετο, ελπίζουσα να ανεύρη που κρυπτόμενον τον δραπέτην. Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και διέδραμε το έν μετά το άλλο τα δώματα της ευρείας οικοδομής· αλλ' εύρε πάντα έρημα.

Ο δυστυχής Σπληνογιάννης δεν ενθυμείτο να ευρέθη ποτέ εις δυσχερεστέραν θέσιν. Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων φοβερώτερος βεβαίως ήτο αυτή η σύζυγός του.

Ο Ρούντυ, ο οποίος άλλοτε ήτο πάντοτε τολμηρός, ζωηρός και χωρίς συστολήν, εδώ δεν ησθάνετο τον εαυτόν του και τόσον εν ανέσει. Εκινείτο σαν να επατούσε επάνω σε ρεβίθια επί ολισθηρού εδάφους. Πώς περνούσε ο καιρός αργά, πώς περνούσε φρικτά, σαν να ευρίσκετο εις ανθρωποκίνητον Μύλον! Ήθελαν και να περιπατήσουν τώρα. Αλλά και αυτό έγινε με πολλήν νωθρότητα και με πολλήν ανίαν.

Τωόντι δε ο νους της, ο οποίος δεν ευρίσκετό ποτε εις μεγάλην ισορροπίαν, είχε πάθη σοβαρόν κλονισμόν. Ενίοτε, ενώ ωμίλει, διεκόπτετο εις το μέσον της ομιλίας και κατελαμβάνετο υπό αφαιρέσεως και ελησμόνει την συνέχειαν ή επαναλάμβανεν όσα είχεν είπη.

Τα δύο παιδία «τα αδιαφόρετα», ο Γεώργης και ο Βασίλης, επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 186 . . . Η βρατσέρα εκείνη απωλέσθη αύτανδρος, — τι φρίκη! τι καϋμός! Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλη. Ο τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγαν, εις την Αμερικήν. Πέτρα έρριξε πίσω του.

Τα γλυκοχαράμματα, αφού έφεραν γύρον με τα βιολιά, ο κουμπάρος και οι οικείοι, εγύρισαν οπίσω υπό την οικίαν και έμελψαν τα πιστρόφια. Όλην την εσπέραν και μέχρι βαθείας νυκτός, και την πρωίαν της επιούσης ακόμη, ο Στάθης δεν ανήλθεν εις την μικράν οικίαν, όπου ευρίσκετο ο ασθενής αδελφός του.

Εν τη ανησύχω δ' αυτής θέσει εν τη οποία ευρίσκετο, ήρχισαν πάλιν ν' αναγεννώνται, μία προς μίαν αι αιτιάσεις της κατά του Στάθη, όστις επέμεινε να την στείλη με τα γαλιά.

Ευρίσκετο ήδη εις το «πώς παρεδόθημεν τη φθορά». Ο δε φίλος μου απελπισθείς πλέον ότι ηδύνατο να τον επαναφέρη εις την τάξιν, εβοήθει και αυτός συμψάλλων. Έκλαιον και οι δύο. Τα ώτα μου εβόμβουν χειρότερον ήδη. — Είμαι πεθαμένος, είπα τότε τρέμων. Και έκλεισα τους οφθαλμούς μου. Ούτε να βλέπω, ούτε ν' ακούω, από τα σύγχρονα παράδοξα.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν