Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες, σαρονόμεναι υπό του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας μόλις πού και πού προκύπτει βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον οίκον του, όπου προσδοκά να εύρη θάλπος παρά την φλέγουσαν εστίαν και άρτον επί της τραπέζης.
Εν τω μεταξύ, υγίαινε, Λίγεια, και ήξευρε καλώς ότι ηυλογήσαμεν την ημέραν όταν εκάθισες παρά την εστίαν μας. Υγίαινε, χαρά μας και φως των οφθαλμών μας! Και επέστρεψε ζωηρώς εις το άτριον διά να μη αφήση να κυριευθή από συγκίνησιν αναξίαν ενός Ρωμαίου στρατηγού.
Πραγματικώς, καλέ Σωκράτη, μου φαίνεσαι ότι ομιλείς ορθά, και ας κάμωμεν καθώς λέγεις. Σωκράτης. Λοιπόν δεν πρέπει να αρχίσωμεν από την Εστίαν συμφώνως προς την συνήθειαν; Ερμογένης. Βέβαια είναι δίκαιον. Σωκράτης. Τι λοιπόν να υποθέσωμεν ότι είχε εις τον νουν του εκείνος, ο οποίος την ωνόμασε Εστίαν; Ερμογένης. Μα τον Δία ουδέ τούτο δεν μου φαίνεται να είναι εύκολον. Σωκράτης.
Οι ρώθωνες του Μανώλη διεστάλησαν από πνοήν οργής και το βλέμμα του εστράφη άγριον προς την εστίαν όπου εστέκετο ο εχθρός. Προς στιγμήν εσκέφθη ν' αφήση τον χορόν και να τον αρπάση από τον λαιμόν. Αλλ' έπειτα του εφάνη απαραίτητον να δώση μίαν διά στίχου απάντησιν, διά να δείξη ότι δεν ήτο ζώον, ως ήθελε να τον παραστήση ο Τερερές.
Η Πηγή εστράφη πάλιν προς την εστίαν και εξηκολούθησε να φυσά διά νανάψη το πυρ. Ο δε Στρατής, εξακολουθών να πλύνη το τουφέκι, έλεγε προς τον Μανώλην ότι είχεν ανακαλύψη τα ίχνη ενός λαγού και θα μετέβαινεν το βράδυ να τον παραφυλάξη εις το φως της σελήνης.
Οι δε επί των ορέων ξυλευόμενοι παραγκωνίζουσιν αυτό εκ συστήματος, φοβούμενοι μη τον πέλεκυν μολύνωσι, κυρίως δε μη την αγνότητα της φλογός μιάνωσιν, εισάγοντες αυτό εις την οικογενειακήν εστίαν.
Η νεάνις εκάθησε πλησίον του πυρός, το οποίον είχεν ανάψει εις την εστίαν περιμένουσα τον πατέρα της, και εκράτει το ους τεταμένον εις πάντα θόρυβον εις τα φαιδρά άσματα των παίδων της οδού, ανυπόμονος και ανησυχούσα πότε ο πατήρ της να έλθη. Αι ώραι παρήρχοντο και ο πτωχός γέρων δεν εφαίνετο. Το Ουρανιώ είχεν απόφασιν να μη κατακλιθή, αλλ' έμενεν ούτως ημίκλιντος πλησίον της εστίας.
Όπως αι κυρίαι με τας καμελίας, ούτω και αυτή αγαπά να μεταβάλλη την νύκτα εις ημέραν, το πρωινόν εξάπλωμα παρά την εστίαν, τους χνοώδεις τάπητας τους προφυλάσσοντας τους ροδίνους πόδας της από την υγρασίαν, τον πολύωρον καλλωπισμόν, τα αρώματα, το ανθόγαλα, τας θωπείας, τα σπαράγγια, τα μαλακά ανάκλιντρα, τα μετάξινα παραπετάσματα και ιδίως τα τρίχαπτα, τας φούντας και τα κρόσσια προς άσκησιν εις το σπάραγμα των στιλπνών αυτής ονύχων.
Δεν εσυλλογίσθη το πατρικόν της δώμα, ούτ' εσκέφθη καν να καταφύγη εις των βασιλισσών αδελφών της τα ανάκτορα. Ούτε πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον, ούτε θωπείας επεθύμει αδελφικάς, εις αντάλλαγμα εκείνων, ων εθρήνει την στέρησιν. Ήθελε τον απολεσθέντα πάγκαλον σύζυγον, τον μυστηριώδη εκείνον ξένον, τον γνωρίσαντα εις αυτήν την ευτυχίαν ην ήλπιζε να επανεύρη μετ' αυτού.
Ουδέποτε ανεπαύθην υπό τον ήλιον, πάντοτε ηκολούθησα την πορείαν αυτού, πάντοτε διεσταύρωσα την επιστροφήν του. Οι αστέρες έλαμπον εις τον ουρανόν και τα όμματά μου δεν εκλείσθησαν επί της γης. Οι άνεμοι εφύσων εκ των τεσσάρων σημείων, και μετ' αυτών έτρεχον. Αι νεφέλαι ενεκυμόνουν τους υετούς και επί της γης στέγασμα δεν εζήτησα. Η χιών επυκνούτο εις τα όρη και εστίαν πυρός ποτέ δεν ήναψα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν