Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον. — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής. — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα όπως ήτανε . . . — Διατί; — Δεν μας κάνουν, αφέντη.

Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου. Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον σωρόν της. Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.

Θα σου δώσω μίαν οικίαν με άμπελον πλησίον της Αμηριόλης. απήντησεν ο Βινίκιος. — Α! ευχαριστώ, Ηράκλεις! με περιοχήν αμπελώνος; Ευχαριστώ! Υπερέβαινον ήδη τους λόφους του Βατικανού, πάντας ερυθρούς από τας λάμψεις της πυρκαϊάς, και επλησίαζον εις τον ποταμόν διά να διαβώσιν.

Τούτο ηυχαρίστει τον Καίσαρα, όστις τους παρώτρυνε προς τούτο. Ο γέρων τους παρετήρει με τους ερυθρούς οφθαλμούς του, αλλ' εσιώπα, μη δυνάμενος να αντεπεξέλθη κατ' αυτών. Ο ήχος των σαλπίγγων ανήγγειλε το τέλος του διαλείμματος. Εις την κονίστραν εφάνησαν θεράποντες, οίτινες εκαθάριζαν και επιπέδωναν εδώ και εκεί τους μικρούς σωρούς της άμμου, τους συγκεκολλημένους ακόμη με το αίμα.

Η Μάρω, χάσασα και την τελευταίαν της ελπίδα, επέστρεφε προς τον πύργον, με οφθαλμούς ερυθρούς εκ των δακρύων, πρόσωπον κατεσχισμένον υπό των κλάδων, ενδύματα κατερρακωμένα ως γραίας ατσιγγάνας και πόδας πρισμένους εκ των δρόμων. Μετά μικρόν διέκρινε μακράν επί υψηλού βουνού τον πύργον όμοιον με γιγαντώδη κοχλίαν ατμομηχανής.

Αι κνήμαι του ήσαν σπειροειδώς περιδεδεμέναι με ερυθρούς ιμάντας, και εις τους πόδας εφόρει ελαφρά πέδιλα. Ότε εισήλθεν, έφερεν υπεράνω του χιτώνος κυανόχρουν ιμάτιον, αλλ' άμα εισελθών απέρριψεν αυτό επί τινος επίπλου. Εστάθη εν μέσω των αγαλμάτων και συνάψας τας χείρας εγονυπέτησεν.

Σκληρά, ξηρά, υψηλή, μονοκόκκαλος η θεια Μυγδαλίτσα, με την μαύρην μανδήλαν της, ωχρά εκ της πενίας και μ' ερυθρούς τους οφθαλμούς εκ των δακρύων, χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρόν κόπον, ανέβαινε τον ανωφερή και απότομον δρόμον, ίνα απέλθη «'ς το Χωριό» και παρακαλέση τον Χριστόν διά το παιδί της, «να της το φέρη μια φορά τα Χριστούγεννα». Είχαν περάσει χρόνια.

Ήσαν και οι όσιοι, με τα κουκούλια, με τας λευκάς γενειάδας των, με τα κομβοσχοίνια των και τους ερυθρούς σταυρούς των, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν