United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Ηξεύρω βέβαια να υφαίνω· ολόκληρες σπιθαμές πανί ύφαινατο πλάι της γιαγιάς μου, κάθε καλοκαίρι, όταν ηρχόμεθα εδώ εις το χωρίο. . . μου εξήγησεν η γιαγιά μου και το παραμικρό του εργαλειού, είνε όλα τόσο εύκολα!

Η προστριβή και ο κρότος του σιδηρού εργαλείου αντήχησε βραχνώς υπό τον λίθινον θόλον. Η θύρα ηνοίχθη μετά βαρέος τριγμού. Η Βεάτη προέβαλε γοργώς την κεφαλήν όπισθεν της Σιξτίνης και προσεπάθησε να ίδη τα εντός του ανοιχθέντος θαλάμου. Αλλ' όσον άπληστον και αν ήτο το βλέμμα της ουδέν προέλαβε να ίδη. Η αδελφή Σιξτίνα έκλεισεν αύθις την θύραν και σκότος βαθύ αποκατέστη.

Η όψις του εργαλείου αυτού παρουσίαζεν εν τούτοις και κάτι ιδιαίτερον, το οποίον με έκαμε να το εξετάσω μετ' ιδιαζούσης προσοχής. Προσηλώσας απ' ευθείας το βλέμμα επάνω τουδιότι ήτο ακριβώς τοποθετημένον επάνω από την κεφαλήν μουενόμισα ότι το είδα κινούμενον. Μετ' ολίγον η ιδέα μου επεβεβαιώθη. Η αιώρησίς του ήτο σύντομος και συνεπώς βραδεία.

Μόλις άφησα την φρικτήν στρώμνην και επάτησα τους πόδας μου εις το πάτωμα του μπουντρουμιού μου, η δαιμονιώδης κίνησις του εργαλείου έπαυσε και το είδα συρόμενον κατά μήκος της οροφής. Ήτο μία προειδοποίησις που έβαλεν εις απελπισίαν την καρδιά μου. Δεν ημπορούσα ν' αμφιβάλλω ότι κατεσκόπευαν και τας παραμικροτέρας κινήσεις μου. Ελεύθερος!

Καθώς εζήτησε να στερεώση τα δύο μακρυά ξύλα του εργαλειού, παρατηρεί έλαμπαν και αυτά έως μέσα! — Μητέρα, ξύπνα! φωνάζει. Έλα να ιδής! Σηκώνεται η μητέρα. Τινάζουν τα ξύλα του εργαλειού και η λίρες γεμίζουν σωρός κάτω το πάτωμα. Κάτω απ' το εικόνισμα, μητέρα και κόρη αγκαλιάσθησαν και ευχαρίστησαν τον Θεόν διά την ανέλπιστον χαράν.

Δεν είνε το πάτημα σύμφωνο με το πόδι μου, παρεπονέθη τότε· μου έρχεται μακρύτερο, και δεν ημπορώ να πατώ κάτω στερεά. Πρόθυμος η γειτόνισσα έφερεν αμέσως το πάτημα του εργαλειού ακριβώς εις όσον μάκρος εχρειάζετο. — Ωραία τώρα πηγαίνει, είπε και ξαναήρχισε.

Ευρέθη μουστερής δι' όλον τον χρόνον. — Αλήθεια; — Αλήθεια. Τρέξατε. Ο Μάχτος μετέβη προς την θύραν. Ο Βούγκος έμενεν έτι εντός, και ησχολείτο, κεκυφώς εις το έδαφος, εις την τοποθέτησιν εργαλείου τινός. — Πηγαίνετε λοιπόν γρήγορα, τρέξε, Βούγκο! Η μάννα σου φοβούμαι μη μας τον χαλάση με την ανοησίαν της. Σύρτε να του κρατήσετε συντροφιά.

Οι γείτονες ήσαν βέβαιοι, όταν δεν ήκουον το πρωί τον κτύπον του εργαλειού της, ότι είτε στρήβει με το αδράχτι της η γειτόνισσά των νέαν κλωστήν, είτε την τυλίγει εις την ανέμην της, είτε εμπρός εις το ροδάνι της γεμίζει με μαλλί ή με μετάξι τα μασούρια του διά να στήση καινούργιο πανί.